|
|
(από το Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Φωτιά και Τσεκούρι, Ελλάς 1946-49 και τα προηγηθέντα, Το Βήμα 2009)
14. Τα στρατιωτικά δεδομένα (το 1948) 15. Απειλητικό ιντερμέτζο. («παιδομάζωμα»)
Διάφορα γεγονότα μπορούν να θεωρηθούν ως οι κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπο συντελεσταί του Δόγματος Τρούμαν. Αλλά το αποφασιστικό γεγονός, τόσο ως προς τους τύπους όσο και ως προς την ουσία, υπήρξαν τα διαβήματα τα οποία έκαμε στην Ουάσιγκτον ο πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας την 21η Φεβρουαρίου. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε ήδη επισήμως πληροφορηθεί ότι οι βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα θα περιορίζοντο σε μια ταξιαρχία, η οποία, άλλωστε, θα έμενε εκεί μόνο και μόνο επειδή σοβιετικά στρατεύματα στάθμευαν στη Βουλγαρία. Την 21η Φεβρουαρίου οι βρετανικές προειδοποιήσεις έγιναν επίμονες, με δυο διακοινώσεις που παρεδόθησαν στο αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών. Με την πρώτη διακοίνωση, η βρετανική κυβέρνηση υπενθύμιζε τη σύμπτωση απόψεων των δύο κυβερνήσεων ως προς την ανάγκη της διατηρήσεως της ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Με τη δεύτερη, εξετίθετο η οικονομική κατάσταση της χώρας και ετονίζετο ότι δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να γίνει κάτι το αποτελεσματικό αν η ελληνική κυβέρνηση δεν κατόρθωνε να εξουθενώσει τις κομμουνιστικές ομάδες. Η Ελλάς, έλεγε η διακοίνωση, θα χρειαζόταν για το 1947 βοήθεια σε ξένο συνάλλαγμα 240 έως 280 εκατομμυρίων δολαρίων. Η βρετανική κυβέρνηση ήλπιζε ότι μετά την 1η Απριλίου η οικονομική αυτή βοήθεια θα εβάρυνε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι δύο αυτές διακοινώσεις και τα μηνύματα που αντήλλαξαν την ίδια ημέρα ο στρατηγός Μάρσαλ και ο 'Ερνεστ Μπέβιν, τότε υπουργοί των Εξωτερικών των δύο χωρών, ανέτρεψαν αδράνεια, η οποία, πολύ πιθανόν, δεν ανέμενε παρά την ευκαιρία για να ανατραπεί. Όπως παρατηρεί ένας ξένος συγγραφεύς, «ο αιφνίδιος αυτός σπινθήρ εξαπέλυσε μια φλεγόμενη διαδικασία, η οποία εντός δεκαπέντε εβδομάδων θα έθετε τις βάσεις της προσεχούς αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών». Οι μεγάλοι πρωταγωνισταί αυτής της αλλαγής υπήρξαν ο Τρούμαν, ο Μάρσαλ, ο αναπληρωτής του, Άτσεσον, όπως και ο ισχυρός γερουσιαστής Άρθουρ Βάντερμπεργκ, άλλοτε φανατικός απομονωτικός και ήδη φανατικός διεθνιστής. Μετά από μια προετοιμασία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και των υπουργών των Στρατιωτικών και των Ναυτικών και μετά από πολύ προσεκτικές επαφές με τη Γερουσία, όπου ο πρόεδρος διέθετε μόνο τη μειοψηφία των γερουσιαστών, ο Τρούμαν μπόρεσε να παρουσιάσει την 11η Μαρτίου τον νόμο που περιείχε το αργότερα ονομαζόμενο «Δόγμα Τρούμαν». Υποβάλλοντας τον νόμο αυτόν δήλωνε ότι στον κόσμο ολόκληρο συγκρούονται δύο συστήματα: το σύστημα που στηρίζεται στη θέληση της πλειοψηφίας και στους ελεύθερους θεσμούς, και εκείνο που χρησιμοποιεί «τον τρόμο και τη βία, την κατάργηση της ελευθερίας». «Πιστεύω», δήλωνε, «ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες οφείλουν να βοηθήσουν τους ελευθέρους λαούς που ανθίστανται σε απόπειρες υποδουλώσεώς των από ένοπλες μειοψηφίες». (Βρισκόμαστε στο έτος 1947... Μιλούσε, βεβαίως, περί των Ηνωμένων Πολιτειών και περί της δημοκρατικής Ελλάδος της εποχής εκείνης.) Η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία δέχθησαν το Δόγμα με μεγάλη πλειοψηφία. Το σχέδιο προέβλεπε ως πρώτη δόση μια βοήθεια 250 εκατομμυρίων δολαρίων για την Ελλάδα και 150 εκατομμυρίων για την Τουρκία. Επί του παγκοσμίου πεδίου, αυτό είχε τεράστια σημασία: επρόκειτο περί της αρχής μιας εκστρατείας για την περιστολή της σοβιετικής προωθήσεως. Η εκστρατεία επρόκειτο να διευρυνθεί πάρα πολύ δύο μήνες αργότερα, διά της εφαρμογής του Σχεδίου Μάρσαλ, χάρη στο οποίο η Ευρώπη, κατερειπωμένη και κατεστραμμένη, μπόρεσε να ανορθωθεί σε διάστημα μικρότερο των δέκα ετών. Όλα όμως αυτά, εξελισσόμενα, τόνιζαν περισσότερο παρά ποτέ τη διαίρεση της Ευρώπης σε δύο συγκροτήματα. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, τα σύνορα της εθνικής δημοκρατίας διηυρύνοντο από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι των ορίων της παγκοσμίου δημοκρατίας. Η διεύρυνση αυτή γινόταν με πρακτικά μέσα, πράγμα που την έκαμνε πολύ περισσότερο αποτελεσματική. Δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτή από τη Σοβιετική Ένωση, τη συστηματική αντίπαλο των δημοκρατικών ιδεών. Δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτή, ακόμη περισσότερο, επειδή το Σχέδιο Μάρσαλ χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό και από αυτές ακόμη τις χώρες όπου η ρωσική ηγεμονία είχε αρχίσει να επιβάλλεται. Το πράγμα ήταν επικίνδυνο. Γι' αυτό οι διαπραγματεύσεις, τις οποίες ο Μολότοφ προσωπικώς διεξήγαγε για την αποδοχή του Σχεδίου Μάρσαλ, κατέληξαν σε πλήρες αδιέξοδο. Αδιέξοδο που τη 2α Ιουλίου κατέληξε σε βαριά καταγγελία κατά του Σχεδίου, το οποίο, κατά τον Μολότοφ, «θα οδηγούσε τις χώρες της Ευρώπης στην απώλεια της εθνικής και οικονομικής των ανεξαρτησίας». Πριν από τα μέσα Ιουλίου, υπό τη μία ή την άλλη μορφή, ηρνούντο την αποδοχή του Σχεδίου Μάρσαλ η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Φιλανδία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Τσεχοσλοβακία και η Γιουγκοσλαβία. Την 5η Οκτωβρίου ανηγγέλλετο η δημιουργία της Κομινφόρμ. σ. 230-232 [πάνω]
Εκεί όπου είχαν φθάσει τα πράγματα, τον λόγο τον είχαν τα όπλα. Ο στρατηγικός σκοπός του ενός ήταν να ενοχλεί συνεχώς περισσότερο την καθημερινή ζωή του άλλου, ώστε να τον υποχρεώσει να ζητήσει έλεος. Ο στρατηγικός σκοπός του άλλου ήταν να ανακαλύψει τον αντίπαλο και να τον συντρίψει, ώστε να μην του είναι δυνατό να δρα. Αυτό ήταν πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Έτσι συμβαίνει πάντα στους ανταρτοπόλεμους. Παρ’ όλα αυτά, το Γενικό Επιτελείο Στρατού, για τους λόγους που ήδη εξετέθησαν, ήταν υποχρεωμένο να δοκιμάσει να φθάσει στον αντικειμενικό του σκοπό. Έπρεπε τουλάχιστο να καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα κατά του αντιπάλου, ώστε να μειωθεί η επιθετικότης των ομάδων του. Κατά τη μελέτη και την προπαρασκευή αυτής της επιχειρήσεως, το Γενικό Επιτελείο σχημάτισε την εντύπωση ότι το καλό ηθικό των στρατευμάτων και το μαχητικό πνεύμα του Σώματος των Αξιωματικών θα επέτρεπε να επιτευχθούν σημαντικά αποτελέσματα. Γι' αυτό, το σχέδιο του απέβλεψε τελικά στον εγκλωβισμό και κατόπιν στη συντριβή ενός μεγάλου μέρους των ανταρτικών δυνάμεων. Μερικές διαφωνίες που ηγέρθηκαν ως προς την ακολουθητέα τακτική ανέβαλεν την εφαρμογή του σχεδίου έως στα μέσα Απριλίου. Έτσι, η επιχείρηση «Τέρμινους» -αυτό ήταν το κωδικό της όνομα- άρχισε τις 5 Απριλίου με τη μετακίνηση μικρών εθνικών ομάδων που φαίνονταν να αποβλέπουν σε καθαρώς αμυντικούς σκοπούς. Οι ομάδες αυτές απετελούντο από στρατιώτες, χωροφύλακες και Μ.Α.Υ., και κατελάμβαναν διαβάσεις και γέφυρες βορείως και νοτίως ολοκλήρου του ορεινού συγκροτήματος της Κεντρικής Ελλάδος. Όταν οι μετακινήσεις αυτές συνεπληρώθησαν, την αυγή της 9ης Απριλίου, όλα τα διαθέσιμα αεροπλάνα έριξαν στις θέσεις όπου υπήρχαν συμμοριακές ομάδες χιλιάδες προκηρύξεων, με τις οποίες η κυβέρνηση καλούσε τους αντάρτες να παραδοθούν και να επωφεληθούν της αμνηστίας που είχε εξαγγελθεί. Κατόπιν, τρεις ομάδες ισχυρών τακτικών μονάδων εξόρμησαν προς τα βουνά. Ξεκινούσαν από σημεία πολύ απομακρυσμένα το ένα από το άλλο, αλλά η γενική κατεύθυνση τους ήταν η ίδια. Καθ’ οδόν, έκαμαν διάφορες κυκλωτικές κινήσεις τοπικής σημασίας. Η μία ομάς ξεκινούσε από τον νότο (Λαμία, μέσω Καρπενησίου, σε υψόμετρο περίπου 1.000 μέτρων) και προχωρούσε προς βορράν. Η δευτέρα ξεκινούσε από την Ήπειρο, ακολουθούσε τον Αχελώο και τους παραποτάμους του, και προχωρούσε προς ανατολάς. Η τρίτη ξεκινούσε από την αντίθετη κατεύθυνση, από τη Θεσσαλία, και προχωρούσε προς δυσμάς. Οι τρεις μαζί είχαν 16.000 μαχητάς, που υπεστηρίζοντο από ορειβατικό πυροβολικό, από όλμους και από μερικές δεκάδες αεροπλάνων -μεταξύ των οποίων υπήρχαν και Σπίτφαϊρς και C47-τα οποία, αναλόγως των περιστάσεων, θα βομβάρδιζαν και θα πολυβολούσαν. Οι αντάρτες αιφνιδιάστηκαν. Ένας περίεργος συνδυασμός των τακτικών δεδομένων έκαμε εντονότερο τον αιφνιδιασμό τους την τρίτη μέρα, όταν άρχισε μεγάλη κακοκαιρία, όταν παχύ στρώμα από χιόνι εκάλυψε τα βουνά, και η θερμοκρασία έπεσε υπό το μηδέν. Οι αντάρτες νόμισαν ότι ο στρατός, συνηθισμένος στην τακτική της αμύνης και των περιορισμένων καταδιώξεων, δεν θα συνέχιζε την επίθεση του με τέτοιες δυσμενείς καιρικές συνθήκες, οι οποίες απέκλειαν την επέμβαση της αεροπορίας και καθιστούσαν τις επιχειρήσεις δύσκολες και επαχθείς. Γι’ αυτό οι ανταρτικές ομάδες δεν διελύθησαν παντού και εγκαίρως. Αλλά η επίθεση του στρατού συνεχίσθηκε χωρίς διακοπή, νύκτα και ημέρα, συχνά με χιονοθύελλα. Μια ολόκληρη νύκτα, σε μεγάλο υψόμετρο, οι επιχειρήσεις συνεχίσθηκαν με θερμοκρασία σαφώς κάτω του μηδενός. Τις τελευταίες μέρες συνεχίσθηκαν με κατακλυσμιαία βροχή. Οι συγκρούσεις υπήρξαν πολλές και αιματηρές. Οι αντάρτες κατόρθωναν πάντοτε να διαφεύγουν, αλλά σχεδόν πάντα υπεχρεούντο να δεχθούν πρώτα τουλάχιστον μια αρχή μάχης. Αυτή η δύσκολη καταδίωξη διήρκεσε ένδεκα ημέρες. Κατόπιν, από τις 20 έως τις 24 του μηνός, με έναν μεγάλο και ταχύτατον ελιγμό, ένα σημαντικό μέρος των μαχόμενων τμημάτων διεξήγαγε με αρκετή επιτυχία ανάλογες επιχειρήσεις στα Χάσια -κλάδο της κεντρικής Πίνδου προς τα νοτιοανατολικά- και στον Όλυμπο. Ένα άλλο μέρος των τμημάτων, με λιγότερη επιτυχία, προσπάθησε να εγκλωβίσει τους αντιπάλους που βρίσκονταν στην Όρθρυ, βουνό κοντά στη Λαμία. Στις 30 Απριλίου, η επιχείρηση «Τέρμινους» ετελείωνε και τα στρατεύματα επανήρχοντο στους καταυλισμούς των. Ήταν κατάκοπα, περιελάμβαναν πολλές εκατοντάδες ασθενών, αλλά οι απώλειες των -τουλάχιστον κατά τους επισήμους αριθμούς- δεν ήταν μεγάλες: 120 αξιωματικοί και στρατιώτες, νεκροί και βαριά τραυματισμένοι. Αντιθέτως, οι απώλειες του αντιπάλου ήταν σοβαρές: 647 νεκροί (από τους οποίους 100 περίπου είχαν πεθάνει από το κρύο), περί τους 100 τραυματίες και 412 αιχμάλωτοι. Οι τραυματίες ήταν ασφαλώς πολύ περισσότεροι: καταδιωκόμενο, και μάλιστα με θύελλα, ένα στράτευμα δύσκολα ενταφιάζει ή παίρνει μαζί του τους νεκρούς, ενώ εύκολα παίρνει όσους τραυματίες μπορούν να βαδίσουν. Το κτύπημα ήταν σκληρό· η εξασθένιση ορισμένων «διοικήσεων» του Δ.Σ.Ε. ήταν σοβαρή· το ηθικό των ανταρτών είχε κλονισθεί: οι αριθμοί και οι καταθέσεις των αιχμαλώτων το απεδείκνυαν. Μ' όλα ταύτα, τα γενικά αποτελέσματα της επιχειρήσεως «Τέρμινους» δεν ήταν ικανοποιητικά: ο όγκος των ανταρτών είχε διαφύγει, ενώ ο σκοπός της επιχειρήσεως ήταν να εγκλωβισθούν. Αυτό υπήρξε γεγονός βαρύ σε συνέπειες. Η επίδραση του στο ηθικό του στρατού, το οποίο είχε αποκαλυφθεί εξαίρετο, ήταν κακή. σ. 245-247
[πάνω]
14. Τα στρατιωτικά δεδομένα (το 1948) Για τους δύο αντιπάλους, το 1948 ήταν χρονιά μεγάλων θυσιών, ματαίων ελπίδων και πικρών απογοητεύσεων. Στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, τα αποτελέσματα των μαχών του Μετσόβου και της Κόνιτσας προεκάλεσαν έντονη αντίδραση. Σημείωσαν και την αρχή της συγκρούσεως μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της ανταρσίας. Η πολιτική ηγεσία ήθελε να οργανωθεί ένας πραγματικός στρατός που να μπορεί να αντιμετωπίσει τον Εθνικό Στρατό, να κερδίσει μάχες, να καταλάβει περιοχές και τουλάχιστο μια πόλη. Ο σκοπός ήταν η κατάκτηση της εξουσίας. Έπρεπε, λοιπόν, να προσαρμοσθεί η οργάνωση και η τακτική του Δ.Σ.Ε. προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Η στρατιωτική ηγεσία είχε αντίθετη γνώμη: ο Δ.Σ.Ε. είχε επιτύχει θεαματικά αποτελέσματα εναντίον ενός πολύ ισχυρότερου αντιπάλου. Μόλις θέλησε να δώσει αληθινές μάχες, είχε γνωρίσει αιματηρές αποτυχίες. Ήταν απαραίτητο να συνεχισθεί η εφαρμογή της παλαιάς τακτικής. Η ώρα της αλλαγής θα ερχόταν όταν ο Εθνικός Στρατός θα απεθαρρύνετο, όταν η χώρα θα καταλάβαινε ότι ο Δ.Σ.Ε. δεν ήταν δυνατό να νικηθεί. Ο Ζαχαριάδης υπεστήριζε την πρώτη θέση, ο Μάρκος τη δεύτερη. Για την εποχή εκείνη, είχε δίκαιο ο δεύτερος. Δεν κατόρθωσε όμως να επιβάλει την άποψη του και η διαφωνία λύθηκε με συμβιβασμό. Η πολιτική ηγεσία επεκράτησε ως προς την αναδιοργάνωση του Δ.Σ.Ε., που αριθμούσε τότε περίπου 24.000 άνδρες. (Δεν περιλαμβάνονται στον αριθμό αυτόν οι άνδρες των βοηθητικών υπηρεσιών.) Τα περιφερειακά αρχηγεία του Δ.Σ.Ε. θα διαλύονταν, οι ομάδες θα αποτελούσαν μεραρχίες. Κάθε μεραρχία θα είχε τρεις ταξιαρχίες· κάθε ταξιαρχία, τρία τάγματα δυνάμεως 430 ανδρών. Το τάγμα θα είχε τρεις λόχους, ένα λόχο μηχανημάτων, θα διέθετε πολλές χειροβομβίδες, 6 όλμους, 4 βαριά πολυβόλα, 25 οπλοπολυβόλα, 60 αυτόματα, και διάφορα άλλα πολεμικά όπλα. Κάθε τάγμα θα διέθετε τηλέφωνο εκστρατείας, σταθμό ασυρμάτου και, για τη διευκόλυνση των μεταφορών του, 40 μουλάρια. Τα ειδικά όπλα, όπως τα πυροβόλα και τα αντιαεροπορικά (πυροβόλα-πολυβόλα) και ειδικές μονάδες «δολιοφθορέων», θα ήταν στη διάθεση της μεραρχίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η δύναμη των ταγμάτων ήταν συχνά κατώτερη από εκείνη που μόλις μνημονεύθηκε σαν οργανική τους δύναμη. Οι ταξιαρχίες, που έπρεπε να έχουν τουλάχιστον 1.400 άνδρες, δεν είχαν συχνά παρά μόνο χίλιους. Μια άλλη καινοτομία που επέβαλε η πολιτική ηγεσία αφορούσε τους πολιτικούς κομισάριους. Θα σχημάτιζαν του λοιπού ένα ειδικό σώμα υπό ένα Ανώτερο Συμβούλιο, και θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο σε όλες τις μονάδες, από τη μεγαλύτερη, τη μεραρχία, έως τη μικρότερη, τη διμοιρία. Πολλά από αυτά τα είχε καθιερώσει και μόνος του ο Μάρκος Βαφειάδης, αλλά η ηγεσία δεν ήταν ικανοποιημένη από την πειθαρχία εκείνων των ανταρτών που δεν είχαν καταταγεί εθελοντικά. Νόμιζε ότι με την καλύτερη οργάνωση των πολιτικών κομισάριων θα βελτίωνε την κατάσταση. Εξάλλου, ούτε η αναλογία των εθελοντών εθεωρείτο ικανοποιητική. Γι’ αυτό τον λόγο ηύξανε συνεχώς περισσότερο ο αριθμός των γυναικών μεταξύ των μαχητών. Κατά το 1948 και το 1949, οι γυναίκες κατέλαβαν αξιοπρόσεκτη θέση στους κόλπους του Δ.Σ.Ε. Το ποσοστό τους κυμαινόταν μεταξύ 10 και 25%, αναλόγως των τμημάτων και των εποχών. Είχαν φανατισμό, πολεμούσαν καλά, και η υποδειγματική διαγωγή τους είχε και ένα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα: κέντριζε τη μαχητικότητα και το πείσμα των ανδρών που πολεμούσαν κοντά τους. Η νέα διάρθρωση του Δ.Σ.Ε., που θύμιζε τη διάρθρωση τακτικού στρατού, δεν ήταν η κατάλληλη για ένα σύνολο ανταρτικών ομάδων. Αλλά η πολιτική ηγεσία επέβαλε την άποψή της ως προς την ακολουθητέα τακτική. Επί του σημείου αυτού επήλθε ο συμβιβασμός των διαφωνούντων: δεν θα δίδονταν πραγματικές μάχες, θα γίνονταν μόνο επιδρομές· συνήθως νυκτερινές επιδρομές, που θα απέβλεπαν στην προμήθεια τροφίμων και άλλων ειδών, και στον κλονισμό του ηθικού του αντιπάλου. Οι βάσεις του Δ.Σ.Ε. θα πολλαπλασιάζονταν, ώστε να αυξηθεί η ευελιξία των τμημάτων, αλλά δεν θα εδημιουργούντο μεγάλες βάσεις, εκτός από όσες ήταν στα βουνά επί των συνόρων. Εκεί θα γινόταν οχύρωση των περιοχών των βάσεων. Τέλος, η επιθετικότης θα ηύξανε και «η χώρα θα είχε τη μεταχείριση εχθρικής χώρας», ώστε να παραλύσει η οικονομία, και το ηθικό του αντιπάλου να υποστεί πλήγμα.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο, αντιθέτως, απεφασίζετο μια αλλαγή τακτικής. Έως το 1947, εκτός από την περίπτωση της επιχειρήσεως «Τέρμινους», ο στρατός είχε ακολουθήσει μια τακτική που είχε αποδειχθεί επιζήμια. Tta κάθε επιχείρηση -σχεδιαζόμενη ή όχι- ετίθετο ένα περιθώριο χρόνου που εποίκιλλε μεταξύ δύο και έξι ημερών. Κατόπιν, τα τμήματα έπρεπε να επιστρέψουν στους καταυλισμούς, για να μη μένουν επί πολύ χρόνο απροστάτευτες οι πόλεις. Αυτό ήταν λογικό, δεδομένης της ανεπαρκείας των στρατευμάτων, αλλά από το άλλο μέρος διέκοπτε επιχειρήσεις εν εξελίξει και επέτρεπε στις ανταρτικές ομάδες να εξαφανίζονται με μεγάλη ευκολία. Απεφασίσθη λοιπόν να μην τίθεται περιθώριο χρόνου στις καταδιώξεις, αλλά να συνεχίζονται μέχρις εξολοθρεύσεως των συμμοριών και της καταλήψεως του καταφυγίου των. Για να είναι αυτό εφικτό, πολλαπλασιάσθηκαν τα τάγματα της εθνοφρουράς, και εξοπλίσθηκαν κάπως καλύτερα. Το καλοκαίρι του 1948 είχαν γίνει 97, καθένα δυνάμεως 500 ανδρών. Βεβαίως, δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τα τάγματα του Εθνικού Στρατού (στελέχωση, οπλισμός, άνδρες όχι τόσο νέοι κτλ.) αλλά ο αριθμός των, η κατανομή των (23 στη Μακεδονία, 14 στη Θεσσαλία, 9 στην Ήπειρο κτλ.) και η συνεργασία των με την πολιτοφυλακή των Μ.Α.Τ., επέτρεψαν στον στρατό να απελευθερωθεί κατά πολύ από την αμυντική του αποστολή. Ο στρατός εβελτιώνετο και αυτός, και κατά τη διαδρομή του 1948 γινόταν ισχυρός. Εάν ο όγκος του έμενε ο ίδιος (135.000 άνδρες περίπου), ο εξοπλισμός του και η οργάνωση του σημείωναν μεγάλες προόδους. Το μειονέκτημα του στρατού ήταν ότι αναδιοργανωνόταν και εκπαιδευόταν στη χρήση του νέου αμερικανικού υλικού, ενώ συγχρόνως έπρεπε να μάχεται χωρίς διακοπή. Γιατί ο Μάρκος δεν άφηνε κανένα περιθώριο χρόνου. σ. 279-282
[πάνω]
15. Απειλητικό ιντερμέτζο. («παιδομάζωμα») Πράγματι, εκείνη περίπου την εποχή άλλου είδους απειλές πήραν όλη τους την έκταση. Η απαγωγή παιδιών δεν είχε πράγματι θεωρηθεί κάτι σοβαρό όταν πρωτοάρχισε, κατά τα τέλη του 1947. Επιστεύετο ότι ένα τέτοιο τερατούργημα δεν μπορούσε παρά να είναι περιορισμένο, και ότι οφειλόταν, ίσως, σε ειδικές συνθήκες, όπως π.χ. σε προσωπικές αντεκδικήσεις. Αλλά οι περιπτώσεις πολλαπλασιάζονταν. Φαίνονταν οργανωμένες. Τελικά, στις 11 Μαρτίου 1948, το «παιδομάζωμα» ανηγγέλθη επισήμως από την προσωρινή κυβέρνηση του Μάρκου Βαφειάδη. Η αναγγελία έγινε διά του ραδιοφωνικού σταθμού του Βελιγραδίου. Η Προσωρινή Κυβέρνηση ανήγγειλε ότι είχε αποφασίσει να στείλει τα παιδιά των περιοχών που κατελάμβανε στις φιλικές χώρες που θα δέχονταν να τα φιλοξενήσουν. Η απόφαση αυτή είχε ληφθεί, έλεγε, λόγω των κινδύνων που διέτρεχαν τα Ελληνόπουλα από τον υποσιτισμό, από τους αγρίους βομβαρδισμούς της μοναρχοφασιστικής αεροπορίας, από τη λήστευση των χωριών, από τη δολοφονία του λαού στην οποία προέβαιναν οι φασίστες. Τα Ελληνόπουλα αυτά θα έμεναν στο εξωτερικό μέχρις ότου αλλάξουν οι συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα. Η αναγγελία συνέπιπτε με μια έξαρση της απαγωγής παιδιών ηλικίας 3 έως 14 ετών. Οι σκηνές που έγιναν σε ορισμένα χωριά ήταν αυτόχρημα τραγικές. Μητέρες, έξαλλες από απελπισία, επετίθεντο κατά των ανταρτών. Άλλες αγκάλιαζαν τα παιδιά τους και δεν τα αποχωρίζονταν παρά όταν κτυπήματα με τον υποκόπανο τις έριχναν χάμω. Στις ευτυχέστερες περιπτώσεις-ο γράφων γνωρίζει τρεις-οι γονείς και τα παιδιά τους έφευγαν τρέχοντας πριν τους φθάσουν οι αντάρτες: ήταν προτιμότερο να φύγουν στα βουνά και τους λόγγους εγκαταλείποντας τα πάντα... Οι θεοί διψούσαν για ανθρώπινη τραγωδία, και φαίνεται πως η δίψα των θεών δεν περνά εύκολα. Τέλος Μαρτίου, η αλβανική πρωτεύουσα ανήγγειλε ότι είχε μόλις δεχθεί 300 Ελληνόπουλα, η βουλγαρική 600, η γιουγκοσλαβική 400... Κατά το 1949 ο συνολικός αριθμός θα έφθανε τις 28.000... Το θέμα προεκάλεσε βέβαια ζωηρές αντιδράσεις. Η Άκρα Αριστερά προσπάθησε διεθνώς να δικαιολογήσει τα πράγματα, υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για παιδιά που οι γονείς τους είχαν ζητήσει τον εκπατρισμό. Αυτό ήταν αλήθεια για περιορισμένο αριθμό παιδιών, προερχομένων από οικογένειες που είχαν μεταφερθεί στο Καταφύγιο του Γράμμου. Κατά τα άλ¬λα, πιστοποιήθηκαν εκατοντάδες περιπτώσεων που δεν άφηναν ούτε σκιά αμφιβολίας: επρόκειτο περί απαγωγών. Άλλωστε, η Βαλκανική Επιτροπή του ΟΗΕ μετέβη επιτόπου, άκουσε τα παράπονα των γονέων, παρηκολούθησε τα σύνορα, και με μακρά αναφορά βεβαίωσε ότι είχε απαχθεί μεγάλος αριθμός παιδιών που είχαν περάσει τα σύνορα κατά ομάδες. Η ελληνική κυβέρνηση ανεφέρθη στα Ηνωμένα Έθνη, στηρίζοντας την προσφυγή της σε πολλές συγκεκριμένες περιπτώσεις. Προεκλήθη παγκόσμιος κατακραυγή. Εντός της χώρας, δημιουργήθηκαν τότε, σε ασφαλή μέρη, «παι-δουπόλεις». Οι πρόσφυγες που έφθαναν από χωριατών βορείων περιοχών μπορούσαν, αν το ήθελαν, να στείλουν εκεί τα παιδιά τους. Μερικές χιλιάδες κυριών, που προσεφέρθησαν εθελοντικά, με τη βασίλισσα επικεφαλής, μετέτρεψαν αυτές τις παιδουπόλεις σε αληθινές οικογενειακές εστίες. σ. 287-288
δες και «παιδουπόλεις» από τον Geoffrey Chandler
δες και Ο πόλεμος των παιδιών από τον
Γιώργο Μαργαρίτη [πάνω]
Στις 9 Μαΐου, ο απεσταλμένος του μεγάλου αμερικανικού συγκροτήματος «Κολούμπια», ο δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ, εξηφανίσθη από το ξενοδοχείο του στη Θεσσαλονίκη. Ήταν αορίστως γνωστό ότι. μέσω φίλων του της Άκρας Αριστεράς, είχε επιτύχει να τον δεχθεί ο Μάρκος. Αλλά στις 17 του μηνός το πτώμα του ανευρέθη σε μιαν ακτή, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Η υπόθεση έκαμε πολύ θόρυβο, και ο θόρυβος έγινε ακόμη μεγαλύτερος, γιατί επί πολλές εβδομάδες δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί καμιά ένδειξη που θα επέτρεπε να αντιληφθεί κανείς τι είχε συμβεί. Το πράγμα περιεπλάκη ακόμη περισσότερο όταν στενός συγγενής του πρωθυπουργού, σύμμαχος της Αριστεράς και φίλος τού Πολκ, εθεωρήθη ύποπτος συνεργασίας με τρομοκρατικές ομάδες του Κ.Κ.Ε. Τελικά, μετά από εξονυχιστική ανάκριση και μια άψογη δίκη, απεφάνθη η Δικαιοσύνη: ο δυστυχής δημοσιογράφος είχε πέσει θύμα μιας μυστικής κομμουνιστικής οργανώσεως, με σκοπό ο θάνατος του να αποδοθεί στη Δεξιά και τις Αρχές, που δεν συμφωνούσαν με την επίσκεψη του στον Μάρκο. Η ευρεία δημοσιότης, η οποία εδόθη διεθνώς τόσο στην ανάκριση όσο και στη δίκη, ησύχασε κάπως της αντίδραση που προεκάλεσε στο εξωτερικό η δολοφονία αυτή, αλλά δεν την εξηφάνισε εντελώς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τίποτε δεν έβλαψε το ελληνικό θέμα κατά τη διάρκεια του Συμμοριτοπολέμου όσο η υπόθεση Πολκ. Η αμερικανική κοινή γνώμη, συνηθισμένη εντούτοις στις δολοφονικές και σκοτεινές μηχανορραφίες, δεν αντιλαμβανόταν πώς οι εγκληματίες δεν απεκαλύπτοντο αμέσως. Ευτυχώς, δεν συνέβαινε το ίδιο με τις διάφορες αμερικανικές αποστολές που βρίσκονταν στην Ελλάδα. Εκείνες ήταν πεπεισμένες ότι η ελληνική δικαιοσύνη είχε κάμει το καθήκον της. Στο σημείο αυτό μια άλλης μορφής διευκρίνιση φαίνεται απαραίτητη. Την εποχή εκείνη, και αργότερα ακόμη, ορισμένοι ξένοι δημοσιογράφοι υπεστήριξαν ότι η Ελλάς διοικείτο από Αμερικανούς και ότι ο στρατός της βρισκόταν υπό τας διαταγάς Αμερικανών αξιωματικών. Ήταν απολύτως ανακριβές. σ. 292-293
[πάνω]
[μετά την κατάληψη του Γράμμου από τον Εθνικό Στρατό] Είχε πιστευθεί ότι διά της καταλήψεως του Γράμμου όλα θα πήγαιναν καλύτερα. Δυστυχώς, δεν επρόκειτο καθόλου περί αυτού. Αντιθέτως, τα πράγματα πήγαιναν πολύ χειρότερα. Ορισμένα βράδια, στους καταυλισμούς, οι στρατιώτες έλεγαν: «Τους διώχνουμε στην Αλβανία, ξανάρχονται από τη Γιουγκοσλαβία. Οι Αμερικανοί που μας βοηθούν είναι στην άλλη άκρη του κόσμου. Οι Σλάβοι που τους βοηθούν είναι δίπλα. Τους κυνηγούμε δύο χρόνια. Τι πετύχαμε;» Η αμφιβολία, η απογοήτευση, η κούραση, ο θάνατος του συντρόφου, η αδυναμία εκπορθήσεως της νέας γραμμής του Δ.Σ.Ε. κλόνιζαν το ηθικό. Στις 14 Σεπτεμβρίου, δύο ολόκληρα τάγματα ηρνήθησαν να υπερασπισθούν τις θέσεις τους, αν και δεν πιέζονταν σοβαρά. Η αυταπάρνηση και ο ηρωισμός των αξιωματικών και λίγων στρατιωτών δεν κατόρθωσαν να αλλάξουν την κατάσταση. Οι άνδρες πέταξαν τα όπλα τους και, καταληφθέντες από πανικό, εγκατέ¬λειψαν τις θέσεις τους και έσπευσαν προς την Καστοριά. Στις παρυφές της πόλεως, τμήματα με καλό ηθικό, που είχαν εν τω μεταξύ ειδοποιηθεί, έφραξαν τον δρόμο των φυγάδων. Συνελήφθησαν από τη Στρατιωτική Αστυνομία και παρεπέμφθησαν αμέσως σε έκτακτα στρατοδικεία, δηλαδή σε δικαστήρια που απετελούντο πρωτίστως από αξιωματικούς μη ανήκοντες στη στρατιωτική δικαιοσύνη, συνήθως από αξιωματικούς εν εκστρατεία. Εβδομήντα οκτώ φυγάδες εξετελέσθησαν εκείνες τις ημέρες. Ήταν όλοι αανηταί του Toauixov... σ. 324-325
[πάνω]
17β.[τελευταίες μάχες] Ο Σοφούλης, παρά τα 88 του χρόνια, πήγε αεροπορικώς στην Καστοριά, επεσκέφθη τα τμήματα, μίλησε στους στρατιώτες. Ο υπουργός των Στρατιωτικών, ένας από τους καλυτέρους βουλευτάς του Λαϊκού Κόμματος, ο Γεώργιος Στράτος, και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, έκαμαν το ίδιο. Ο αρχηγός της Αμερικανικής Αποστολής, ο στρατηγός Βαν Φλητ, που είχε παρακολουθήσει και όλες τις μάχες, τους εμιμήθη. Ο τελευταίος, όμως, παραλίγο να δημιουργήσει ένα σοβαρό επεισόδιο. Στην Καστοριά, σε συγκέντρωση ανωτέρων αξιωματικών, κατηγόρησε τον στρατό ότι χρησιμοποίησε την αμερικανική βοήθεια χωρίς να συντρίψει τον εχθρό, και διηρωτήθη αν δεν έμενε πλέον στους Αμερικανούς παρά να αναχωρήσουν. Επρόκειτο περί παραμερισμού των αντικειμενικών δυσχερειών, επρόκειτο προπάντων περί εκτιμήσεως του βάρους του χρήματος ως ίσου προς το βάρος του αίματος. Λησμονούσε ότι από τους δύο συμμάχους της ώρας εκείνης, ο ελληνικός στρατός πλήρωνε τον βαρύτερο λογαριασμό. Με ηρεμία, οι Έλληνες αξιωματικοί απέκρουσαν την πρόκληση. Του απέδειξαν ότι όλες οι επιχειρήσεις είχαν εγκριθεί και κάποτε υποδειχθεί από τους Αμερικανούς στρατιωτικούς συμβούλους. Ο Βαν Φλητ, εκνευρισμένος ίσως από το γεγονός ότι έπαιζε την καλή έως τότε σταδιοδρομία του, αλλά κατά βάθος έντιμος άνθρωπος και καλός στρατιώτης, δεν επέμεινε. Το επεισόδιο εθεωρήθη λήξαν και η Αμερικανική Αποστολή εξακολούθησε να υποστηρίζει τον ανεφοδιασμό του ελληνικού στρατού. Ευτυχώς για τον στρατό, οι ανησυχίες έφθασαν πολύ πιο πέρα από τον στρατηγό Βαν Φλητ. Περί τα μέσα Οκτωβρίου, ο υπουργός των Εξωτερικών των Η.Π.Α., ο Τζορτζ Μάρσαλ, που διέθετε τόσο κύρος, συνοδευόμενος από τον Αμερικανό υπουργό Εθνικής Αμύνης και αρκετούς βοηθούς του, έφθανε στην Αθήνα για να εξετάσει επιτόπου την κακή πορεία των επιχειρήσεων. Ο γράφων πιστεύει ότι γνωρίζει πως η ερώτηση «πρέπει να φύγουμε;» αν και τους ήταν ενοχλητική, είχε τεθεί από ορισμένους υψηλά ισταμένους Αμερικανούς. Αλλά η απάντηση του Μάρσαλ υπήρξε κατηγορηματική: δεν έπρεπε να φύγουν. Από το άλλο μέρος, και ο Σοφούλης δεν ήταν ευχαριστημένος. Αποθαρρυμένος από τα αποτελέσματα, και υπό την επιρροή παλαιών αποστράτων αξιωματικών που ήταν φίλοι του και είχαν κύρος, επέκρινε τους στρατιωτικούς ηγέτας, και αυτός δεν βοηθούσε καθόλου τα πράγματα. Τα βοηθούσε μόνον από μίας πλευράς: ότι ο μεγάλος γέρος επείθετο συνεχώς περισσότερο ότι έπρεπε να τεθεί επικεφαλής του στρατού ο Παπάγος και ότι έπρεπε να του δοθούν μεγάλες αρμοδιότητες. Από κυβερνητικής πλευράς, ήταν ίσως η πιο σκοτεινή ώρα του Ανταρτοπόλεμου. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι στις αρχές του φθινοπώρου του 1948, είχε κανείς την εντύπωση ότι το σιδηρούν παραπέτασμα έπεφτε στην Ελλάδα. Ο κώδων φαινόταν να μη σημαίνει πλέον τον κίνδυνο αλλά την απώλεια των ελπίδων και της ελευθερίας. σ. 327-328 [πάνω]
17γ. [τελευταίες μάχες] Στη διάρκεια αυτής της επιθέσεως, από ένα προκεχωρημένο παρατηρητήριο στον Γράμμο, ο εξαίρετος Γάλλος ποιητής Πολ Ελυάρ απηύθυνε προς τα κυβερνητικά στρατεύματα την έκκληση του «που τη μετέδιδαν 2ΟΟ μεγάφωνα». Απηυθύνετο, έλεγε, προς εκείνους που «ήταν καταναγκασμένοι να υπηρετούν μια κυβέρνηση που δεν τους εκπροσωπούσε», προς εκείνους που «ήταν με το μέρος των δεσμοφυλάκων και των δημίων». Τους προσκαλούσε να περάσουν απύ την άλλη πλευρά του οδοφράγματος και τους βεβαίωνε ότι θα είναι ελεύθεροι και θα τύχουν καλής μεταχειρίσεως, γιατί, έλεγε, «για πρώτη φορά στην Ιστορία ένας στρατός αισθανόταν τόσο ισχυρός ώστε να μπορεί να επιδείξει τέτοια εμπιστοσύνη προς τον άνθρωπο». Θλιβερή περιπέτεια της αφέλειας και της καλής πίστεως. Ο συγγραφεύς είναι σε θέση να βεβαιώσει ότι, στα κυβερνητικά χαρακώματα, όσοι άκουσαν την έκκληση και τη μετάφραση της, δεν πίστεψαν ούτε για μια στιγμή ότι ο γνωστός Γάλλος ποιητής μιλούσε κατ' αυτόν τον τρόπο. Όλοι πίστευαν ότι επρόκειτο περί χονδροειδούς τεχνάσματος, και γελούσαν. σ. 362
[πάνω]
17δ. [τελευταίες μάχες] Μολαταύτα, παρά τη θεαματική ήττα του Βίτσι, ο ελληνικός κομμουνισμός, εν πλήρει ομοφωνία, απεφάσισε να συνεχίσει τον αγώνα. Ένα ανακοινωθέν του Πολεμικού Συμβουλίου, του Πολιτικού Γραφείου της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. και του Γενικού Αρχηγείου του Δ.Σ.Ε., που είχαν συνεδριάσει από κοινού στις 2Ο Αυγούστου, δήλωνε: «Ο εχθρός συγκεντρώνεται στον Γράμμο για μια αποφασιστική αναμέτρηση. Στον Γράμμο έχουμε όλες τις δυνατότητες να καταφέρουμε το θανάσιμο πλήγμα στον εχθρό. Έχουμε αρκετή δύναμη, ισχυρά μέσα και πλεονεκτικό έδαφος. Στον Γράμμο απέτυχε πέρυσι ο μοναρχοφασισμός. Στον Γράμμο φέτος του καταφέραμε σοβαρό χτύπημα με τον ελιγμό του Απρίλη. Στον Γράμμο, 2 με 8 Αυγούστου, έσπασε τα μούτρα του. Έχουμε και την πείρα του Βίτσι και το σοβαρό μάτωμα που προκαλέσαμε στον εχθρό στο Βίτσι. Εδώ μπορούμε και πρέπει να θάψουμε τον μοναρχοφασισμό». Όλες οι διαταγές που βρέθηκαν σε νεκρούς μετά τη μάχη ήταν γραμμένες στον ίδιο τόνο. Επέμεναν. «Ο Γράμμος θα γινόταν για τον εχθρό το αξεπέραστο βουνό κι ο οριστικός του τάφος». Όποιοι και αν ήταν οι σκοποί της αμύνης του Γράμμου, καταλαμβάνεται κανείς από δέος όταν βλέπει με πόση ελαφρότητα το ιδεολογικό πείσμα λίγων ηγετικών στελεχών μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο άνδρες και γυναίκες στο άνθος της ηλικίας τους, και στο άνθος των ψευδαισθήσεων τους. Γιατί αν ο Ζαχαριάδης και ο Γούσιας κινητοποιούσαν όλες τις δυνάμεις τους, γνώριζαν ότι ο στρατός θα κατέφερε φοβερό κτύπημα. Με μια απότομη και ραγδαία μετακίνηση στρατευμάτων, μεγάλο μέρος των μονάδων που είχαν καταλάβει το Βίτσι βρέθηκαν ενώπιον του Γράμμου, ο οποίος ήδη επολιορκείτο στενά. Εδώ, η επίθεση ανεμένετο και ο αιφνιδιασμός δεν μπορούσε να επιτύχει παρά μόνον ως προς τοπικές επιχειρήσεις. Για να υπάρξει ταχύ αποτέλεσμα και να μειωθούν οι απώλειες, έπρεπε κυρίως να υπολογίζει κανείς στη σκληρότητα των πρώτων κρούσεων, ώστε να ανοιχθούν ρήγματα και να κλονισθεί το ηθικό του αντιπάλου. Οι κρούσεις επρόκειτο να είναι τρομακτικές. Στις 22, όλα ήταν έτοιμα. Ο βασιλεύς Παύλος, συνοδευόμενος από τον στρατηγό Βεντήρη, τον στρατηγό Βαν Φλητ και άλλους ξένους αξιωματικούς, είχε φθάσει εκείνη την ημέρα σ' ένα πολύ προχωρημένο φυλάκιο του όρους Αμμούδα. Επρόκειτο η άφιξη του να δώσει τρόπον τινά το σήμα της εξαπολύσεως της επιθέσεως. Την τελευταία όμως στιγμή, κατόπιν διαταγής του αρχιστρατήγου και παρά την επιτόπου άφιξη του βασιλέως, η επίθεση ανεβλήθη επί τριήμερον. Για την αναστολή της επιθέσεως ο Παπάγος είχε ένα σπουδαίο λόγο, που επρόκειτο να είναι τρομερός για τον εχθρό: οι Αμερικανοί είχαν μόλις παραδώσει 50 αεροπλάνα Χελντάιβερς που είχαν τη δυνατότητα να κάνουν καθέτους εφορμήσεις μέσα στα βουνά, να πολυβολούν, να βομβαρδίζουν ή να καίνε με εμπρηστικές βόμβες, με μεγάλη ακρίβεια. Ήθελε, λοιπόν, ο αρχιστράτηγος να είναι σε θέση να δράσουν και τα αεροπλάνα αυτά. σ. 374-375 [πάνω]
|
|