Το βιβλίο συζητήθηκε στη δεκαετία του ’80. Είναι η προσωπική
μαρτυρία του συγγραφέα για τη θητεία του στην αστυνομία και κυρίως στο
νεοσύστατο, τότε, σώμα των Μονάδων Αποκατάστασης Τάξης.
Ο νεαρός Χρήστος «αρπάζει» την ευκαιρία και με τη βοήθεια του
οικογενειακού περιβάλλοντος εντάσσεται στις τάξεις της αστυνομίας. Είμαστε στο
1974, μεταπολίτευση. Η φίλη του Χρήστου έχει τις αντιρρήσεις της. «Χρήστο, η
αστυνομία δεν είναι τυχαίο επάγγελμα, στο ξαναλέω... θα σου αλλάξει τη ζωή».
«Σιγά.... σιγά, φόρα πήρες. πού βρισκόμαστε, στο Μεσαίωνα; Επειδή δείρανε
παλιά το γέρο σου γιατί ήτανε κομμούνι στην αστυνομία το πήραμε σχοινί –
κορδόνι μέχρι τώρα πέφτει ξύλο;» (σελ. 13)
Παράλληλα παρακολουθούμε και την ιστορία του Μίμη, που από
την επαρχία θα βρεθεί και αυτός στην αστυνομία και στην Αθήνα. Κατά τη
διάρκεια της εκπαίδευσης τους στη σχολή θα γίνουν φίλοι και θα ακούν μαζί τις
συμβουλές των ανωτέρων τους. «Όταν βγαίνετε από τη σχολή στον έξω κόσμο, να
είσαστε κόσμιοι. Πρέπει να το καταλάβετε ότι είσαστε οι αυριανοί αστυφύλακες.
Να προσέχετε με ποιους κάνετε παρέα. Η Αθήνα δεν είναι σαν τα χωριά σας.
Μακριά από πουτάνες, πούστηδες και κομμουνιστές». (σελ. 28) Η εκπαίδευση
περιλαμβάνει και το καμάρι για το υπηρεσιακό περίστροφο που κουβαλάνε μαζί
τους στις εξόδους. «Αισθάνονται όλοι συμπρωταγωνιστές του Αλαίν Ντελόν, στο
έργο ‘‘για το τομάρι ενός μπάτσου’’». (σελ. 29)
Η απόσταση που χωρίζει το Χρήστο από τον παλιό του εαυτό
είναι ήδη φανερή στη συνάντησή του με την πρώην φίλη του. Της τηλεφωνεί αυτός.
«... την πεθύμησα, έχω και ανάγκη από μια καλή συζήτηση, γιατί μέσα στη σχολή
όλο μαλακίες συζητάμε». (σελ. 30) Η κουβέντα τους αποδεικνύει ότι το χάσμα
είναι αγεφύρωτο. «Τρεις μήνες έχεις εκεί μέσα και έγινες ίδιος μ’ αυτούς»
(σελ. 32) του απαντά η Έλενα.
Η εκπαίδευση, και κυρίως η άτυπη, συνεχίζεται με το
περίστροφο πάντα να αποτελεί το καμάρι. Παρακολουθούμε μια έξοδο για
διασκέδαση σε λαϊκό κέντρο. «Γρίβα σε θέλει ο βασιλιάς. Παραγγελιά! .... Στην
πίστα, Μυτιληνιός, Λαμιώτης, Κουτσός, πιασμένοι σύρουν το χορό. Από τα σακάκια
τους ξεχωρίζουν τα μεγάλα Σμιθ Γουένσον, μπηγμένα στην πίσω τσέπη γιατί δεν
έχουν θήκη». (σελ. 34)
Στη σελίδα 39 η ίδρυση της νέας υπηρεσίας, των ΜΑΤ,
αναγγέλλεται στους εκπαιδευόμενους και σε αυτήν τελικά θα επιλεχθούν όλοι. Ο
Χρήστος «ακολουθεί» αλλά ήδη μέσα του φαίνεται να λειτουργούν και άλλες
σκέψεις. Συγκρούεται λεκτικά με τον αδελφό του που βλέπει τη μεταμόρφωσή του.
Από τη σχολή στο Τμήμα Τάξης. Τα περιστατικά που ζει οξύνουν
μέσα του τις αντιθέσεις που βιώνει. Η ελαστική συνείδηση φαίνεται να έχει
όρια. Προσφέρει καφέδες σε νεαρούς που πιάστηκαν για παράνομο ραδιοφωνικό
σταθμό, «Γιατί ρε παιδιά δεν τους λέτε που είναι ο σταθμός; Αυτοί δε θα πάψουν
να σας βαράνε μέχρι να το μάθουν» και δέχεται την οργή των ανωτέρων, «Ρε
μαλακισμένο, πρόσφερες καφέδες στα κλεφτρόνια που δε μαρτυράνε;» (σελ. 56) και
με το Μίμη συζητούν, «Α! Ξέχασα όταν τους βαράγανε το βράδυ τους έλεγαν –
Είσαστε κομμούνια και οργανωμένοι, σας έχουμε δει σε διαδηλώσεις και κάτι
τέτοια. Αυτοί ορκίζονταν στην μάνα τους ότι δεν είναι αναμιγμένοι πουθενά. –
Πω! πω! τι γίνεται ρε Μίμη. Δηλαδή οι ασφαλίτες δικάσανε, καταδικάσανε και
εκτελέσανε. – Αυτά να τα βλέπεις εσύ ρε μαλάκα που έκανες τον πονηρό στη
σχολή, περί Δημοκρατίας». (σελ. 59) Τα ΜΑΤ μοιάζουν διέξοδος για το Χρήστο
«Αργούν να γίνουν και τα ΜΑΤ για να φύγουμε από δω». (σελ. 59)
Η εκπαίδευση των ΜΑΤ περιλαμβάνει τρέξιμο, σκοποβολή,
εκμάθηση εξάρτυσης και συνθήκες δακρυγόνων και «μάχης». Η υπηρεσία στα ΜΑΤ
γίνεται με οκτάωρα σε διάφορα καίρια σημεία της Αθήνας. Πλησιάζει η επέτειος
του Πολυτεχνείου 1976. Οι αστυφύλακες παρακολουθούν ανάλογη εκπομπή για τα
γεγονότα. «– Έλα ρε ψηλέ, δέκα φορές την έχουμε δει τη μαλακία στην τηλεόραση,
δεν τη βαρέθηκες. – Ρε Μίμη, άραγες αυτός ο νεαρός στην πύλη σκοτώθηκε; - Μπα
αυτοί είναι τσακάλια και μετά αφού είδε το τανκ, ο μαλάκας τι τόπαιζε ήρωας;»
(σελ. 70)
Η ανάγνωση του βιβλίου δε μπορεί να υποκατασταθεί από την
παρουσίασή του εδώ. Η αξία του δε βρίσκεται στις λογοτεχνικές αρετές του για
τις οποίες πολλές ενστάσεις θα είχε κάποιος. Η αξία του παραμένει μοναδική ως
προσωπικής μαρτυρίας.
Η εκπαίδευση, τα οκτάωρα, τα γήπεδα, η «προσωπική» ζωή, οι
συζητήσεις μεταξύ των αστυφυλάκων, οι ασκήσεις ετοιμότητας, οι κλούβες, η
αναμονή μέσα στις κλούβες, η σωματική εξάντληση, η αντιμετώπιση από τους
ανώτερους, το ξύλο, ο υπερβάλλων ζήλος, η διοίκηση και η συνείδηση του Μίμη
της οποίας η ελαστικότητα έχει τα όριά της. Όλα αυτά διαγράφονται πίσω από τις
γραμμές του κειμένου. Παρακολουθούμε τη σκέψη του συγγραφέa στη σελ. 101. «Η
πολιτεία έχει δώσει στο αστυνομικό όργανο όπλο και εξουσία που συνήθως γίνεται
‘‘εξουσία’’ για εκτόνωση του οργάνου. Με θλιβερά και πολύ επιζήμια
αποτελέσματα, σε βάρος του λαού όπως ξυλοδαρμοί στους δρόμους σε νεαρούς που
αντιμίλησαν, σ’ αυτούς που έφεραν για εξακρίβωση στο τμήμα ή σ’ αυτούς που
πιάσανε σε λέσχες, σ’ αυτούς που πιάσανε με μηχανάκια. Και εύκολα υπάρχει η
δικαιολογία: Αυτοί είναι αλήτες, θέλουνε ξύλο. Λάθος, είναι απλώς νεολαία με
τα δικά της ξεσπάσματα».
Φτάνουμε στο Νοέμβριο 1980. Τα γεγονότα αυτού του μήνα είναι
γνωστά, το ενδιαφέρον τους εδώ βρίσκεται πάντα στην οπτική που καταγράφονται
από έναν αστυφύλακα των ΜΑΤ. Οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι: «Μία νεκρή, ένας βαριά
και δεκάδες τραυματίες» Και «o Χρήστος πάνω σ’ ένα άδειο γραφείο συμπληρώνει
μια κόλα διαγωνισμού: ‘‘Λαμβάνω την τιμή να παρακαλέσω υμάς όπως
ευαρεστούμενοι μοι δεχθείτε την παραίτησίν μου’’».