Δε συνηθίζω να διαβάζω σύγχρονους, τωρινούς, Έλληνες
λογοτέχνες. Αυτό γιατί αρκετές ήταν οι φορές που ένιωσα το χρόνο, και τα
χρήματα χαμένα. Όχι, δε γράφω υποτιμητικά, ούτε υπονοώ εμπορικές
σκοπιμότητες. Απλώς δε μεσολάβησε ο απαραίτητος χρόνος ώστε να διυλιστούν
και να μείνουν αυτά που αξίζουν. Ο καλύτερος κριτής όλων.
Ωστόσο, διάβασα σε δυο μέρες τις τετρακόσιες περίπου σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου. Πρόκειται για μυθιστόρημα με την «κλασική» έννοια της λέξης, όσο κι αν το μυθιστόρημα παραμένει ένα λογοτεχνικό είδος εν εξελίξει. Έχουμε ένα παζλ ιστοριών διαφορετικών προσώπων που δένουν μεταξύ τους καθώς εξελίσσεται η πλοκή. Η Κατερίνα, ο Αντώνης, η Αλεξάνδρα κλπ. πρόσωπα που σκιαγραφούνται μέσα από τη δράση και τις καταστάσεις που ζουν.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης και της συχνότητας, δηλαδή της επανάληψης των γεγονότων μέσα στην αφήγηση. Έτσι πολλές φορές ένα γεγονός γίνεται αφορμή για να ξεκινήσει η εξιστόρηση από το αρχικό σημείο που εξηγεί και φωτίζει τις καταστάσεις. Αυτό είναι και το βασικό χαρακτηριστικό όλου του βιβλίου που ξεκινά με την επίσκεψη της Αλεξάνδρας στο γραφείο του Αντώνη. Το μεγαλύτερο μέρος της μυθοπλασίας είναι η εξήγηση αυτής της επίσκεψης και των όσων διαμείφθηκαν εκεί.
Η εξέλιξη της πλοκής προχωρά με αποκαλύψεις που στοχεύουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον, οι συμπτώσεις πολλές φορές υπονοούνται εύκολα, όπως συμβαίνει με το Βασίλη, φτωχό φοιτητή που κατάγεται από την Καλαμαριά, όπου είχε καταφύγει η Αφροδίτη, μάνα του Άλκη με τον Αργύρη... Ή με τον ταξιτζή που μεταφέρει τη γυμνή Κατερίνα και είκοσι χρόνια αργότερα την κλαμένη Αλεξάνδρα. Άλλες φορές είναι σαφείς (δε θα μπορούσε αλλιώς) όπως με την περίπτωση της Κατερίνας η οποία στην αρχή του βιβλίου είναι πενηνταοκτώ χρονών με πρόβλημα αλκοολισμού και μπαινοβγαίνει σε κλινικές. Είναι η ίδια που τη συναντάμε δεκαεξάχρονη στο χωριό της, την Αγία Φωτιά και παρακολουθούμε τη ζωή της...
Το τέλος του βιβλίου μας επιφυλάσσει μία ανατροπή.
Διαβάζοντας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι γίνεται κατάχρηση της τεχνικής της αναδρομής – καταντά κάτι προβλέψιμο από ένα σημείο και μετά. Μοιάζει με άσκηση στις αφηγηματικές τεχνικές. Ο Ντακάκης δένει πολύ καλά τις επιμέρους ιστορίες που διατηρούν και αυτοτελή χαρακτήρα. Σύμφωνα με τη σημείωση στο «αυτί» του βιβλίου κάποιες δημοσιεύτηκαν με τη μορφή αυτοτελών διηγημάτων. Η αναδρομική αφήγηση είναι αυτή που ολοκληρώνει, κυκλικά, μια αυτοτελή ιστορία. Επίσης, θα μπορούσε ο λόγος να είναι λακωνικότερος στις περιγραφές και στην αφήγηση. Αυτό, όμως, είναι κάτι που θα ταίριαζε σε μένα, ως αναγνώστη, αλλά χαρακτηρίζει το ύφος του συγγραφέα.
Η μυθοπλασία πολλές φορές ξεφεύγει από τη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας. Αυτό δε θα είχε καμιά σημασία αν τα γεγονότα δεν ήταν τόσο εμφανώς δεμένα στον ιστορικό χωρο-χρόνο και συνδυασμένα με σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, όπως η περίοδος της κατοχής κατά το Β΄ παγκόσμιο και η εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73. Επίσης το γεγονός της εμφάνισης του Αποστόλη, αδελφού του Μιχάλη που ήταν άνδρας της Κατερίνας μοιάζει σα λύση «από μηχανής Θεού». Κατ’ αυτό τον τρόπο θα οδηγηθούμε σε «χάπυ-έντ» που φέρνει σε «μελό». Βέβαια, ίσως η πραγματικότητα πολλές φορές να ξεπερνάει τη φαντασία. Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης αναφέρεται ότι το βιβλίο είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία.
ΥΓ. Ένσταση θα είχα σχετικά με τη γραμματοσειρά. Μια πιο κλασική και «στρογγυλή» θα βοηθούσε. Και με το εξώφυλλο. Αλλά αυτά είναι άλλου είδους θέματα.
Ωστόσο, διάβασα σε δυο μέρες τις τετρακόσιες περίπου σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου. Πρόκειται για μυθιστόρημα με την «κλασική» έννοια της λέξης, όσο κι αν το μυθιστόρημα παραμένει ένα λογοτεχνικό είδος εν εξελίξει. Έχουμε ένα παζλ ιστοριών διαφορετικών προσώπων που δένουν μεταξύ τους καθώς εξελίσσεται η πλοκή. Η Κατερίνα, ο Αντώνης, η Αλεξάνδρα κλπ. πρόσωπα που σκιαγραφούνται μέσα από τη δράση και τις καταστάσεις που ζουν.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης και της συχνότητας, δηλαδή της επανάληψης των γεγονότων μέσα στην αφήγηση. Έτσι πολλές φορές ένα γεγονός γίνεται αφορμή για να ξεκινήσει η εξιστόρηση από το αρχικό σημείο που εξηγεί και φωτίζει τις καταστάσεις. Αυτό είναι και το βασικό χαρακτηριστικό όλου του βιβλίου που ξεκινά με την επίσκεψη της Αλεξάνδρας στο γραφείο του Αντώνη. Το μεγαλύτερο μέρος της μυθοπλασίας είναι η εξήγηση αυτής της επίσκεψης και των όσων διαμείφθηκαν εκεί.
Η εξέλιξη της πλοκής προχωρά με αποκαλύψεις που στοχεύουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον, οι συμπτώσεις πολλές φορές υπονοούνται εύκολα, όπως συμβαίνει με το Βασίλη, φτωχό φοιτητή που κατάγεται από την Καλαμαριά, όπου είχε καταφύγει η Αφροδίτη, μάνα του Άλκη με τον Αργύρη... Ή με τον ταξιτζή που μεταφέρει τη γυμνή Κατερίνα και είκοσι χρόνια αργότερα την κλαμένη Αλεξάνδρα. Άλλες φορές είναι σαφείς (δε θα μπορούσε αλλιώς) όπως με την περίπτωση της Κατερίνας η οποία στην αρχή του βιβλίου είναι πενηνταοκτώ χρονών με πρόβλημα αλκοολισμού και μπαινοβγαίνει σε κλινικές. Είναι η ίδια που τη συναντάμε δεκαεξάχρονη στο χωριό της, την Αγία Φωτιά και παρακολουθούμε τη ζωή της...
Το τέλος του βιβλίου μας επιφυλάσσει μία ανατροπή.
Διαβάζοντας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι γίνεται κατάχρηση της τεχνικής της αναδρομής – καταντά κάτι προβλέψιμο από ένα σημείο και μετά. Μοιάζει με άσκηση στις αφηγηματικές τεχνικές. Ο Ντακάκης δένει πολύ καλά τις επιμέρους ιστορίες που διατηρούν και αυτοτελή χαρακτήρα. Σύμφωνα με τη σημείωση στο «αυτί» του βιβλίου κάποιες δημοσιεύτηκαν με τη μορφή αυτοτελών διηγημάτων. Η αναδρομική αφήγηση είναι αυτή που ολοκληρώνει, κυκλικά, μια αυτοτελή ιστορία. Επίσης, θα μπορούσε ο λόγος να είναι λακωνικότερος στις περιγραφές και στην αφήγηση. Αυτό, όμως, είναι κάτι που θα ταίριαζε σε μένα, ως αναγνώστη, αλλά χαρακτηρίζει το ύφος του συγγραφέα.
Η μυθοπλασία πολλές φορές ξεφεύγει από τη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας. Αυτό δε θα είχε καμιά σημασία αν τα γεγονότα δεν ήταν τόσο εμφανώς δεμένα στον ιστορικό χωρο-χρόνο και συνδυασμένα με σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, όπως η περίοδος της κατοχής κατά το Β΄ παγκόσμιο και η εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73. Επίσης το γεγονός της εμφάνισης του Αποστόλη, αδελφού του Μιχάλη που ήταν άνδρας της Κατερίνας μοιάζει σα λύση «από μηχανής Θεού». Κατ’ αυτό τον τρόπο θα οδηγηθούμε σε «χάπυ-έντ» που φέρνει σε «μελό». Βέβαια, ίσως η πραγματικότητα πολλές φορές να ξεπερνάει τη φαντασία. Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης αναφέρεται ότι το βιβλίο είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία.
ΥΓ. Ένσταση θα είχα σχετικά με τη γραμματοσειρά. Μια πιο κλασική και «στρογγυλή» θα βοηθούσε. Και με το εξώφυλλο. Αλλά αυτά είναι άλλου είδους θέματα.