Εδώ βέβαια, ίσως θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, έχουμε την ιδιαιτερότητα
να προϋπάρχει το κράτος, ενώ κατά το 19ο αι. ήταν οι εθνικισμοί που
επιζητούσαν να δημιουργήσουν κράτη και αυτό «δικαίωνε» τις μορφές που
έπαιρναν οι προσπάθειές τους. Ας πούμε ότι η πορεία είναι αντίστροφη. Έτσι
λοιπόν βλέπουμε την επιλεκτική ανάγνωση της ιστορίας, την έμφαση και
ερμηνεία γεγονότων που μπορούν να εξυπηρετήσουν το σκοπό της συγκρότησης σε
έθνος και την αποσιώπηση ή διαστρέβλωση όσων δε μπορούν να ενταχθούν στο
πρίσμα του εθνογενετικού ιδεολογήματος και εγχειρήματος.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αποτελεί η εργασία του Ιάκωβου Μιχαηλίδη με τον τίτλο «Αλυτρωτισμός και πολιτική: επίσημα κρατικά ντοκουμέντα της FYROM, 1944-2006» (σελ. 17-55). Επίσης περιλαμβάνονται οι εργασίες της Σταυρούλας Μαυρογένη για τα σχολικά εγχειρίδια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (σελ. 56-76) και του Βλάση Βλασίδη για τον Αλυτρωτισμό στο Διαδίκτυο (σελ. 77-92). Στις σελίδες 93-229 περιέχονται ντοκουμέντα από εκδόσεις στη FYROM σχετικά με την αλύτρωτη αιγαιακή Μακεδονία, την καταπιεσμένη Μακεδονική μειονότητα και την οικειοποίηση συμβόλων του ιστορικού παρελθόντος. Περισσότερο έχουμε καταγραφή υλικού και αποφεύγονται οι κρίσεις. Ο «αναγνώστης» δεν εμποδίζεται να κρίνει, δεν «ωθείται» όμως σε κάτι τέτοιο. Μπορούμε να μελετήσουμε το βιβλίο από ουδέτερη οπτική σα να επρόκειτο για μια περιοχή, ας πούμε, της νοτίου Αμερικής! Αλλά το πιθανότερο είναι η διέγερση του θυμικού να εμποδίσει την ψύχραιμη ανάγνωση. Επίσης είναι φανερή η παρουσίαση του ζητήματος από «εθνική σκοπιά χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλες κοινωνικές ή ιστορικές κλπ παράμετροι.
Στην διαδικασία αυτή της εθνογένεσης των γειτόνων η ελληνική οπτική των τελευταίων χρόνων φαίνεται να έπαιξε το ρόλο που για την Ελλάδα είχε ο Φαλμεράυερ. Και ακόμα περισσότερο, δεν υπήρξε απλώς μια οπτική άρνησης ή αμφισβήτησης του Μακεδονισμού, αλλά και μία αναγκαία ετερότητα λόγω της γειτνίασης των δύο χωρών. Κατά τον τρόπο αυτό έδινε στους ιστορικούς της γειτονικής χώρας τα σημεία εκείνα προς τα οποία έπρεπε να οξύνουν την αντιπαράθεσή τους για να διαφοροποιήσουν καθοριστικά τα χαρακτηριστικά μιας ταυτότητας που σκόπευαν να ανάγουν σε εθνική.
Επιπλέον η ιδιοποίηση του παρελθόντος, αυτού που προηγείται του ιστορικού ρόλου του έθνους, δηλαδή σχηματικά πριν από το 18ο αι. καθώς και ο τρόπος που γίνεται αυτή συνιστά κάτι που χαρακτηρίζει όλα τα έθνη κατά τη φάση της ιδεολογικής συγκρότησής τους.
Να σημειωθεί, ακόμα, ότι σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος εθνοτικός και όχι εθνικός χωρίς όμως να διευκρινίζεται το περιεχόμενό του. Αυτό δημιουργεί σύγχυση στον αναγνώστη που είναι αμύητος στην ορολογία της ιστορικής επιστήμης.
Σχετικά με τον πρόλογο και το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου.
Δε μπορώ να καταλάβω τη γλώσσα που επιλέγει να χρησιμοποιήσει στο εισαγωγικό του σημείωμα για την «ΕΜΣ και το επιστημονικό της έργο» ο Ι. Κολιόπουλος που έχει την «ευθύνη για την οργάνωση του τμήματος του ιδρύματος που ασχολείται με την παραγωγή ερευνητικού έργου». Αντιγράφω: «Η Ελλάς, με βαριά κατάγματα μετά τον δεκαετή πόλεμο και σπαραγμό, όρθωσε το ανάστημά της, και μαζί με την Ελλάδα και η Εταιρεία το δικό της ανάστημα. Υπό την απειλή επίβουλων γειτόνων κατοχύρωσε την ασφάλεια και την ανεξαρτησία της με τις απαραίτητες συμμαχίες, αποφεύγοντας τον απειλούμενο ακρωτηριασμό της από τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό. Χώρα της Ενωμένης Ευρώπης πλέον η Ελλάς, διαθέτει ισχυρό δημοκρατικό πολίτευμα, άρρητη εθνική και κοινωνική συνοχή, επίζηλη ευημερία, ισχυρή αμυντική θωράκιση (παρά τις περί του αντιθέτου υλακές) που εγγυάται την ασφάλεια των συνόρων της.
Δεν έλειψαν, ωστόσο, οι έξωθεν επιβουλές κατά της ανεξαρτησίας και της ασφάλειας της χώρας, ιδίως κατά της Μακεδονίας. Πρόκειται για επιβουλές παλαιάς κοπής αλλά με νέο μανδύα που έχουν ως στόχο, έμμεσο αλλά διαφανή πλέον, την γενικότερη αποσταθεροποίηση στην περιοχή. Το ζήτημα, δηλαδή, είναι πολιτικό και ως πολιτικό ζήτημα η επιβουλή είναι ευθύνη της πολιτείας γενικώς και της κυβερνήσεως της χώρας ειδικώς. Η ΕΜΣ έχει, ωστόσο, καθήκον να ασχοληθεί με την επιστημονική ανάλυση του πολιτικού αυτού ζητήματος, με την ιδιότητα του κατ’ εξοχήν επιστημονικού ιδρύματος που ασχολείται με τη Μακεδονία». (σελ. 15)
Προφανώς δεν πρόκειται για επιστημονικό λόγο, μάλλον αποτελεί πολιτική τοποθέτηση, κινδυνολογία και δήλωση υποταγής της ιστορικής έρευνας στις πολιτικές ανάγκες. Μια τέτοια εισαγωγή σαφώς θέτει επιστημολογικά ζητήματα σχετικά με το ρόλο της επιστήμης και ειδικότερα της ιστορίας.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αποτελεί η εργασία του Ιάκωβου Μιχαηλίδη με τον τίτλο «Αλυτρωτισμός και πολιτική: επίσημα κρατικά ντοκουμέντα της FYROM, 1944-2006» (σελ. 17-55). Επίσης περιλαμβάνονται οι εργασίες της Σταυρούλας Μαυρογένη για τα σχολικά εγχειρίδια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (σελ. 56-76) και του Βλάση Βλασίδη για τον Αλυτρωτισμό στο Διαδίκτυο (σελ. 77-92). Στις σελίδες 93-229 περιέχονται ντοκουμέντα από εκδόσεις στη FYROM σχετικά με την αλύτρωτη αιγαιακή Μακεδονία, την καταπιεσμένη Μακεδονική μειονότητα και την οικειοποίηση συμβόλων του ιστορικού παρελθόντος. Περισσότερο έχουμε καταγραφή υλικού και αποφεύγονται οι κρίσεις. Ο «αναγνώστης» δεν εμποδίζεται να κρίνει, δεν «ωθείται» όμως σε κάτι τέτοιο. Μπορούμε να μελετήσουμε το βιβλίο από ουδέτερη οπτική σα να επρόκειτο για μια περιοχή, ας πούμε, της νοτίου Αμερικής! Αλλά το πιθανότερο είναι η διέγερση του θυμικού να εμποδίσει την ψύχραιμη ανάγνωση. Επίσης είναι φανερή η παρουσίαση του ζητήματος από «εθνική σκοπιά χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλες κοινωνικές ή ιστορικές κλπ παράμετροι.
Στην διαδικασία αυτή της εθνογένεσης των γειτόνων η ελληνική οπτική των τελευταίων χρόνων φαίνεται να έπαιξε το ρόλο που για την Ελλάδα είχε ο Φαλμεράυερ. Και ακόμα περισσότερο, δεν υπήρξε απλώς μια οπτική άρνησης ή αμφισβήτησης του Μακεδονισμού, αλλά και μία αναγκαία ετερότητα λόγω της γειτνίασης των δύο χωρών. Κατά τον τρόπο αυτό έδινε στους ιστορικούς της γειτονικής χώρας τα σημεία εκείνα προς τα οποία έπρεπε να οξύνουν την αντιπαράθεσή τους για να διαφοροποιήσουν καθοριστικά τα χαρακτηριστικά μιας ταυτότητας που σκόπευαν να ανάγουν σε εθνική.
Επιπλέον η ιδιοποίηση του παρελθόντος, αυτού που προηγείται του ιστορικού ρόλου του έθνους, δηλαδή σχηματικά πριν από το 18ο αι. καθώς και ο τρόπος που γίνεται αυτή συνιστά κάτι που χαρακτηρίζει όλα τα έθνη κατά τη φάση της ιδεολογικής συγκρότησής τους.
Να σημειωθεί, ακόμα, ότι σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος εθνοτικός και όχι εθνικός χωρίς όμως να διευκρινίζεται το περιεχόμενό του. Αυτό δημιουργεί σύγχυση στον αναγνώστη που είναι αμύητος στην ορολογία της ιστορικής επιστήμης.
Σχετικά με τον πρόλογο και το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου.
Δε μπορώ να καταλάβω τη γλώσσα που επιλέγει να χρησιμοποιήσει στο εισαγωγικό του σημείωμα για την «ΕΜΣ και το επιστημονικό της έργο» ο Ι. Κολιόπουλος που έχει την «ευθύνη για την οργάνωση του τμήματος του ιδρύματος που ασχολείται με την παραγωγή ερευνητικού έργου». Αντιγράφω: «Η Ελλάς, με βαριά κατάγματα μετά τον δεκαετή πόλεμο και σπαραγμό, όρθωσε το ανάστημά της, και μαζί με την Ελλάδα και η Εταιρεία το δικό της ανάστημα. Υπό την απειλή επίβουλων γειτόνων κατοχύρωσε την ασφάλεια και την ανεξαρτησία της με τις απαραίτητες συμμαχίες, αποφεύγοντας τον απειλούμενο ακρωτηριασμό της από τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό. Χώρα της Ενωμένης Ευρώπης πλέον η Ελλάς, διαθέτει ισχυρό δημοκρατικό πολίτευμα, άρρητη εθνική και κοινωνική συνοχή, επίζηλη ευημερία, ισχυρή αμυντική θωράκιση (παρά τις περί του αντιθέτου υλακές) που εγγυάται την ασφάλεια των συνόρων της.
Δεν έλειψαν, ωστόσο, οι έξωθεν επιβουλές κατά της ανεξαρτησίας και της ασφάλειας της χώρας, ιδίως κατά της Μακεδονίας. Πρόκειται για επιβουλές παλαιάς κοπής αλλά με νέο μανδύα που έχουν ως στόχο, έμμεσο αλλά διαφανή πλέον, την γενικότερη αποσταθεροποίηση στην περιοχή. Το ζήτημα, δηλαδή, είναι πολιτικό και ως πολιτικό ζήτημα η επιβουλή είναι ευθύνη της πολιτείας γενικώς και της κυβερνήσεως της χώρας ειδικώς. Η ΕΜΣ έχει, ωστόσο, καθήκον να ασχοληθεί με την επιστημονική ανάλυση του πολιτικού αυτού ζητήματος, με την ιδιότητα του κατ’ εξοχήν επιστημονικού ιδρύματος που ασχολείται με τη Μακεδονία». (σελ. 15)
Προφανώς δεν πρόκειται για επιστημονικό λόγο, μάλλον αποτελεί πολιτική τοποθέτηση, κινδυνολογία και δήλωση υποταγής της ιστορικής έρευνας στις πολιτικές ανάγκες. Μια τέτοια εισαγωγή σαφώς θέτει επιστημολογικά ζητήματα σχετικά με το ρόλο της επιστήμης και ειδικότερα της ιστορίας.