Τα γλωσσικά Β είναι οι επιφυλλίδες που
έγραψε ο Γιάννης Χάρης στα Νέα κατά το διάστημα 2003-2007. Είναι το υλικό που
με αλλαγές και προσθήκες βγήκε σε βιβλίο, «Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη», β΄
τόμος. Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε με βάση την ανάγνωση των επιφυλλίδων,
όπως είναι αναρτημένες στο
μπλογκ του συγγραφέα. Θεωρώ χρέος να αναφερθώ συγκεκριμένα στο βιβλίο.
Ψάχνοντας στο Ίντερνετ βρήκα ότι κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το
Νοέμβριο 2008 σε μέγεθος 21χ14 και με μαλακό εξώφυλλο. 448 σελίδες και τελική
τιμή 19.80 €.
Μια σκέψη ακόμα με αφορμή αυτό το
«βιβλίο», αλλά και το ομότιτλο α΄ τόμο, για το οποίο είχα γράψει
εδώ. Νομίζω ότι είναι άλλος ο αναγνώστης της εφημερίδας, άλλος του
Ίντερνετ και άλλος του βιβλίου, ακόμη και αν είναι το ίδιο πρόσωπο! Θέλω να πω
ότι η δημοσίευση του περιεχομένου των βιβλίων δεν επηρεάζει αρνητικά την
πώληση των βιβλίων. Δεν ξέρω αν έχει γίνει κάποια σχετική έρευνα. Θα είχε πολύ
ενδιαφέρον.
Προχωρώ στα κείμενα. Στον Α΄ τόμο ο
συγγραφέας είναι περισσότερο ενδογλωσσικός και χρηστικός. Εστιάζει κυρίως σε
παρατηρήσεις σχετικές με τη δομή της γλώσσας, δηλαδή το συντακτικό, το κλιτικό
σύστημα κλπ. Εδώ, στα γλωσσικά Β΄, γίνεται περισσότερο πολιτικός. Με
συγκεκριμένη γλωσσική τεκμηρίωση και αφετηρία βγαίνει έξω από τη γλώσσα για να
σχολιάσει και να αντιπαρατεθεί με απόψεις που δεν υπηρετούν τη γλώσσα, αλλά
θέλουν να τους υπηρετεί η γλώσσα και να την εκμεταλλεύονται σαν εργαλείο
ιδεολογικής επιβολής. Ο ίδιος επισημαίνει ότι «κάθε
θέση στο γλωσσικό συνεπάγεται ιδεολογία (όπως και η «ουδέτερη» μη θέση!). Άλλο
όμως να ξεκινάς από την επιστήμη και να φτιάχνεις την ιδεολογία σου και άλλο
να ξεκινάς από την ιδεολογία για να «φτιάξεις» την επιστήμη (σου)».
Αυτός ο άξονας ανιχνεύεται καθώς ο
συγγραφέας αποκαλύπτει με τόλμη την ιδεολογική αφετηρία του Γ. Μπαμπινιώτη,
της Εκκλησίας, των παραεπιστημονικών απόψεων. Σχολιάζοντας τα Λεξικά και τη
Γραμματική του Γ. Μπαμπινιώτη επισημαίνει την ασυνέπεια που τα χαρακτηρίζει.
Σχετικά με τα Λεξικά τεκμηριώνει την απουσία ενός σαφούς κριτηρίου
ορθογράφησης, αφού σε άλλες περιπτώσεις ακολουθείται το ετυμολογικό κριτήριο
και προτείνεται η γραφή αγώρι, τσηρώτο, κλπ και σε άλλες το κριτήριο της
χρήσης, για παράδειγμα τραβώ (τραυώ, ταυρώ). Η υπερετυμολόγηση που
χαρακτηρίζει το λεξικό μάλλον υπηρετεί την ιδεολογική θέση που θέλει την
ελληνική γλώσσα μία και ενιαία, χωρίς να παίρνει υπόψη της τις βαθιές τομές
και αλλαγές που έγιναν κατά τα ελληνιστικά χρόνια, οπότε και διαμορφώθηκε η
κοινή ελληνιστική, η βάση της (σημερινής) κοινής νεοελληνικής. Σε άλλο σημείο
αποκαλύπτει ότι σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν ξεχωριστά λήμματα για
υποκοριστικά λέξεων και έτσι αυξάνεται ο «πλούτος» του λεξικού. Οι λέξεις σε
πολλές περιπτώσεις ταξινομούνται μηχανικά από υπολογιστή και αυτό δημιουργεί
δυσκολίες στη χρήση. Επίσης, επισημαίνονται τα λάθη της πρώτης έκδοσης, τόσα
και τέτοια που ο Π. Μπουκάλας χρησιμοποίησε τον όρο «βιαστικογραφία».
Προσωπικά βρίσκω μία σημαντική αιτία στην βιασύνη να προλάβει την έκδοση του
Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής από το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη το 1998. Σε
συνδυασμό με το διαφημιστικό θόρυβο για το λήμμα Βούλγαρος, το λεξικό έγινε
ευρέως γνωστό και ευπώλητο! Τα υπόλοιπα ουσιαστικά και πραγματικά λάθη του
Λεξικού έμειναν στο στενό κύκλο όσων ενδιαφέρονται πραγματικά για τη γλώσσα.
Ενδεικτικά, μπορείτε να δείτε
εδώ όσα ξαναθυμίζει ο Γιάννης Χάρης. Το συγκεκριμένο ποστ έχει και
ενδιαφέροντα σχόλια. (Αν συνεχίσω να τεκμηριώνω έτσι όσα γράφω, θα γεμίσω το
μπλογκ του συγγραφέα με συνδέσμους στις αναρτήσεις του. Δύο ακόμα και τέλος).
Πρώτα ότι «η
επιστήμη αποδεικνύεται γενικά ανίσχυρη μπροστά στην ιδεολογία». και μετά
ότι «η
συζήτηση είναι υπονομευμένη εξαρχής από την ιδεολογική παράμετρο, όπως καθετί
σχετικό με τη γλώσσα, από μια ιδεολογία που πάντως σήμερα δεν έχει άμεση σχέση
με την πολιτική ταυτότητα».
Ο συγγραφέας σχολιάζει εξίσου τολμηρά το
ρόλο και την γλωσσική ιδεολογία της εκκλησίας. Βασική διαπίστωση του είναι ότι
η γλώσσα της εκκλησίας έρχεται σε αντίθεση με τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης.
Τα χριστιανικά κείμενα, γενικότερα, είναι γραμμένα στην ομιλούμενη κοινή
ελληνιστική γλώσσα της εποχής. Η Εκκλησία επιλέγει να χρησιμοποιεί μία γλώσσα
που αρνείται την ομιλούμενη και την εξέλιξή της. Ο συγγραφέας τολμά χωρίς να
προσβάλλει, χωρίς να αμφισβητεί «την ευεργετική για πολύ κόσμο επίδραση της
θρησκείας», (δεν κάνω παραπομπή, γκουγκλάρτε το!).
Αγχώθηκα γιατί ξεπερνάω κατά πολύ το όριο
των λέξεων για ένα ιντερνετικό κείμενο. Γίνομαι λακωνικότερος. Με το ίδιο
πολιτικό πνεύμα ο Γιάννης Χάρης αποκαλύπτει τον ψευδοεπιστημονισμό της έρευνας
που καθοσιώνει το πολυτονικό και άλλες ψευδοεπιστημονικές απόψεις και
γλωσσολογήματα. Επισημαίνει τη σύγχυση που δημιουργεί η διδασκαλία της αρχαίας
ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο, τη διαφορετική προφορά της αρχαιοελληνικής από
τους αρχαιοέλληνες που διαβάζαν ο,τι γράφαν και γράφαν αυτό που προφέραν, την
εσφαλμένη ταύτιση γλώσσας και γραφής, τις ανυπόστατες κινδυνολογίες, την
κατάχρηση του λαμβάνω που λαμβάνει λαβές με κάθε λήψη του λόγου από τους
λαμβάνοντες την τιμή να μιλήσουν σε εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα...
Τέλος, θα σταθώ σε δύο (!) σημεία. Πρώτο
τέλος, όσα γράφει για την επιμέλεια και τους επιμελητές εκδόσεων. Δουλειά που
την ξέρει καλά ο Γιάννης Χάρης και φαίνεται ότι την ξέρει από το σχολαστικό
τρόπο που σχολιάζει τα γλωσσικά ζητήματα. Προφανώς η επιμέλεια εκδόσεων
αποτελεί συνεχή μαθητεία στη γλώσσα. Σ’ αυτές τις επιφυλλίδες είναι συχνές οι
αναφορές στον Ελύτη και στον τρόπο που αντιμετώπιζε, «με γενναιοδωρία», και
δεχόταν τις διορθώσεις που του πρότειναν. Οι πληροφορίες που δίνει είναι
ουσιαστική παρουσίαση του συγγεκριμένου επεγγέλματος.
Δεύτερο τέλος, η αναφορά του στον υπόγειο
κόσμο του Ίντερνετ και στην ουσιαστική δουλειά για τα γλωσσικά ζητήματα, η
οποία γίνεται σε μπλογκ όπως οι ανορθογραφίες, το περιγλώσσιο κλπ. Σε αντίθεση
με το συντηρητισμό των εφημερίδων βρίσκουμε στο Ίντερνετ κείμενα εύστοχα και
ενημερωμένα για τα γλωσσολογικά θέματα.
Τελευταίο τέλος (παρά το άγχος της
έκτασης και τη δήλωση ότι θα σταθώ σε δύο σημεία). Ο λόγος του Γιάννη Χάρη
συχνά χαρακτηρίζεται από οξύτητα, αλλά διδάσκει το ενδιαφέρον για τη γλώσσα,
το σεβασμό στους απλούς χρήστες – ομιλητές της και στους μελετητές της που
προσπαθούν να τη γνωρίσουν και να την περιγράψουν. Αυτή η στάση τον ωθεί να μη
δέχεται την «κτητορική» αντίληψη όσων θέλουν να την «κανονίζουν» και να
επιβάλλουν τρόπους αντίθετους με το γλωσσικό αίσθημα. Πέρα από τις γραμματικές
και τους νόμους που διέπουν τη γλώσσα, το ουσιαστικό κριτήριο που
προσεγγίζονται τα γλωσσικά ζητήματα είναι το γλωσσικό αίσθημα που δεν απαιτεί
τις ειδικές γνώσεις για τη γλώσσα, αλλά πηγάζει από τη γνώση της γλώσσας. Αυτό
χαρακτηρίζει τόσο τους ειδικούς όσο και τους απλούς χρήστες.
Εννοείται ότι σχολιάζονται και πολλά άλλα
ενδιαφέροντα θέματα. Τέλος.