Το αστικό τοπίο και οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα
στους ενοίκους των πολυκατοικιών είναι το θέμα του βιβλίου. Η απλότητα της
προσέγγισης με τη λιτή αφήγηση και τις εύστοχες περιγραφές δίνει στο βιβλίο
ζωντανό χαρακτήρα, τέτοιο που οι διαπιστώσεις του είναι και σήμερα επίκαιρες.
Αυλή είναι ο «ακάλυπτος» χώρος μεταξύ επτά πολυκατοικιών.
Εκεί διαδραματίζονται τα συμβάντα της καθημερινότητας όπου τίποτα δε μοιάζει
ξεχωριστό. Οι επιπλήξεις των παιδιών, η δυσκολίες που δημιουργεί ο στενεμένος
χώρος των διαμερισμάτων όπου τα έπιπλα περισσεύουν, η διασκέδαση της νεολαίας
με τη μουσική της μόδας, ο νέος καταναλωτισμός που καθοδηγείται από τη
διαφήμιση, οι καυγάδες και οι μικροχαρές, οι μετακομίσεις… Αυτές οι πτυχές της
ζωής αποτελούν και το υλικό του βιβλίου.
Ο ένας γνωρίζει τον άλλο, η «αυλή» χαρτογραφείται και οι
συνήθειες του καθενός είναι λίγο ή πολύ γνωστές. Ταυτόχρονα ισχύει η αντίφαση
κανείς να μη μιλά στον άλλο και τα βλέμματα να μη διασταυρώνονται. Η αποξένωση
της μεγαλούπολης.
Αφορμή επαφής θα γίνουν οι σεισμοί, οπότε και η ασυναίσθητη
οικειότητα της καθημερινής συνύπαρξης θα εκδηλωθεί ως ενδιαφέρον για τον άλλον
και ως αλληλεγγύη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημιουργία παιδικού
σταθμού που θα εξυπηρετήσει τις ανάγκες των μικρών παιδιών και των εργαζόμενων
μητέρων.
Ανεκδοτολογικό χαρακτήρα έχει το περιστατικό με τη «φυτεία»
που ενοχοποιεί τον κηπουρό. Η παρέμβαση της αστυνομίας θα παραξενέψει τους
ενοίκους αλλά η παρεξήγηση θα λυθεί καθώς θα δοθεί η εξήγηση. Αιτία της
φυτείας είναι η τροφή των ωδικών πουλιών που πολλοί ένοικοι έχουν στα
μπαλκόνια τους. Επίσης παρόμοιου χιουμοριστικού χαρακτήρα είναι το περιστατικό
που εξελίσσεται στις σελίδες 112-114, η αστυνομία περιφρουρεί την αφισοκόληση
που προπαγανδίζει συγκέντρωση αριστερών το Δεκέμβριο του ’44.
Το αφήγημα δίνει την ευκαιρία μιας έμμεσης κριτικής ματιάς σε
πολλές όψεις των σύγχρονων κοινωνιών. Ας δούμε σχετικά τη θέση της γυναίκας.
Παλαιότερα η θέση της στο σπίτι την καθιστούσε νοικοκυρά – κυρία και παρά την
απουσία ευκολιών, όπως οι ηλεκτρικές συσκευές ο ρόλος της είχε κάτι το
αρχοντικό σε αντίθεση με τη δουλικότητα του άνδρα που έπρεπε να δουλέψει εκτός
σπιτιού, να σκλαβώσει το χρόνο του. Τώρα με όλες τις σύγχρονες ανέσεις της
τεχνολογίας το σπίτι έγινε αβάσταχτη υποχρέωση για τη γυναίκα, η φροντίδα του
οποίου είναι ένα καθήκον που προστίθεται σε αυτό της εργασίας.
Επίσης σε πολλά σημεία η συγγραφέας συγκρίνει τις συνθήκες
ζωής με αυτές που έζησε η ίδια στην Κωνσταντινούπολη, στα Ταταύλα. Η νοσταλγία
για ένα χαμένο τρόπο ζωής και για το χαμένο αστικό τοπίο της Πόλης
διαφαίνονται κυρίως στις σελίδες 48-54 όπου οι αναμνήσεις αφήνονται με
απλότητα στο χαρτί. Έχουμε την περιγραφή ενός σπιτιού στα Ταταύλα και των
απλών αναμνήσεων με τις οποίες είναι δεμένο. Η θλίψη όταν η συγγραφέας
αναφέρεται στα επεισόδια του 1955 και στη συνακόλουθη καταστροφή μιας
πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής σχεδόν τεσσάρων αιώνων.
Η ανάγνωση του βιβλίου αφήνει μια αίσθηση ευχάριστη που
πηγάζει από την αίσθηση οικειότητας που προκαλεί. Και είναι τόσες πολλές οι
πλευρές αυτής της οικειότητας... που μόνο το τυπωμένο χαρτί μπορεί να
μεταδώσει.