Είναι το τέταρτο από τα πέντε βιβλία της Μαρίας Ιορδανίδου
και κυκλοφόρησε το 1979. Μπορεί να διαβαστεί ως ιστορική μαρτυρία και
ταυτόχρονα ως καταγραφή της προσωπικής ιστορίας της συγγραφέα κατά τη διάρκεια
της κατοχής και του εμφυλίου.
Ξεκινά με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και το φόβο της
αφηγήτριας μήπως συλληφθεί εξαιτίας της εργασίας της στη Σοβιετική Πρεσβεία.
Αυτό δίνει την αφορμή για να παρουσιαστούν αναδρομικά περιστατικά και
καταστάσεις σχετικές με τη δουλειά της στην πρεσβεία. (ως τη σελ. 37) Ο φόβος
της σύλληψης επαληθεύεται και ακολουθεί η φυλάκισή της στις φυλακές Λάρισας
και Τρικάλων από όπου θα αφεθεί ελεύθερη το Φλεβάρη του 1942 (σελ. 38-67).
Στις σελίδες αυτές θέλω να ξεχωρίσω το περιστατικό που η συγγραφέας διδάσκει
γραφή και ανάγνωση στις συγκρατούμενές της και για να το πετύχει υιοθετεί τη
φωνητική γραφή («όλα τα «ε» με έψιλον, όλα τα «ι» με γιώτα, όλα το «ο» με
όμικρον») και στην διαπίστωση που επανέρχεται ως μότο σε πολλά σημεία των
βιβλίων της ότι σημασία έχει να είσαι άνθρωπος, ανθρωπιά να έχεις μέσα σου.
Εδώ γίνεται με αφορμή τον ενωμοτάρχη που τήρησε την υπόσχεσή του να
ειδοποιήσει τους οικείους για τη μεταγωγή της.
Η επιστροφή στην Αθήνα κατά το δύσκολο χειμώνα που έμεινε
στην ιστορία για την εξαντλητική πείνα που οδήγησε πολλούς στο θάνατο δίνει
πολύ χαρακτηριστικές εικόνες από αυτό το δράμα. Επίσης η δράση των
Γερμανοτσολιάδων που σε πολλές περιπτώσεις υπήρξαν χειρότεροι από τους
κατακτητές. Περιγράφονται τα χρόνια της Κατοχής ως την απελευθέρωση και τον
ερχομό της εξόριστης κυβέρνησης υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου (σελ. 68-91).
Ακολουθούν τα Δεκεμβριανά (σελ. 92-108) και ο Εμφύλιος (σελ. 109-144). Οι
εικόνες δίνονται μόνο με τη δική τους δραματικότητα, εκτελέσεις, διώξεις,
εξορίες, δράση παρακρατικών, έλεγχος του τύπου. Ικαρία, Μακρόνησος, Γιούρα,
κλπ, κλπ. Ακολουθεί και σύντομη αναφορά πέντε σελίδων στη δεκαετία του ’50 με
χαρακτηριστικότερη έμφαση στα γεγονότα του ’55 στην Κωνσταντινούπολη. Η
συγγραφέα συχνά αναλογίζεται τη ζωή της, τα σημαντικά γεγονότα, όπως o α΄
Παγκόσμιος, η ρωσική επανάσταση, η κατοχή, ο Εμφύλιος. Ζωή γεμάτη
περιπλανήσεις και νέους τόπους, νέα πρόσωπα. Έτσι το παρελθόν γίνεται αχνό και
partir c'est mourir un peu. (φεύγοντας είναι λίγο σα να πεθαίνεις, κράτησα τη
γαλλική φράση που μου άρεσε).
Εδώ το περιεχόμενο του βιβλίου αλλάζει και έχουμε δύο
κεφάλαια αφιερωμένα στις ρίζες της Ιορδανίδου. Το τέταρτο είναι ένα ταξίδι
στην Ύδρα όπου αναζητά και βρίσκει στοιχεία της καταγωγής της (σελ. 149-176).
Ψάχνει εφημερίδες και έγγραφα για να ανακαλύψει ίχνη του πατέρα της Νικολάκη
Κριεζή και το κατορθώνει.
Το τελευταίο (σελ. 177-207) με μία εκδρομή μεταφερόμαστε στην
Κωνσταντινούπολη, στην άλλη ρίζα της συγγραφέα όπου συναντάμε ξανά και τη
γιαγιά της, τη Λωξάντρα. Η παραγγελιά που έχει για υλικά ώστε η θεία Πολυξένη
να φτιάξει καλά κόλλυβα θα είναι και ένας λαογραφικός οδηγός. Η Πόλη έχει
αλλάξει και οι γειτονιές, οι πλατείες, τα κτήρια είναι άλλα από ό, τι είχε
κρατήσει στη μνήμη της. Βέβαια υπάρχουν ακόμη το Πέρα Παλάς, η Μονή της Χώρας,
η Γέφυρα του Γαλατά... Έχουν καταστραφεί η εκκλησία στο Μπαλουκλί, έχει
αλλάξει το Τάκσιμ και το Καράκιοϊ...
Επιστέφει στην Αθήνα φέρνοντας τα μικροδώρα στους οικείους
της.
Νομίζω ότι «του κύκλου τα γυρίσματα» είναι από τις καλές
προτάσεις για να αποκτήσει ένας νέος μιαν εικόνα της ιστορίας μας των δύσκολων
χρόνων Κατοχής και Εμφυλίου.