Με απλό και λιτό τρόπο καταγράφεται η ζωή της ηρωίδας και η
καθημερινότητα των Ελλήνων της Πόλης στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και ως τον
α΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Πλήθος από λαογραφικά στοιχεία, όπως η διαμόρφωση των
σπιτιών, η κουζίνα και η διατροφή, οι γυρολόγοι επαγγελματίες κλπ, συντελούν
στην απόδοση του μικροϊστορικού περιβάλλοντος. Έμφαση δίνεται εξαρχής στο
φαγητό. Στη σελίδα 41 παρατίθεται το ενδιαφέρον
τετράστιχο: «Μουχαλεμπί και γκιούλ σερμπέτ ο αναστεναγμός σου / και του Χατζή
Μπεκίρ λοκούμ ο τρυφερός λαιμός σου. / Ο κάθε λόγος σου γλυκός, σαν ραβανί
αφράτος, / και σαν Αιβάν – Σεράι λοκμάς με μέλι μυρωδάτος.» και στη συνέχεια
αναφορά στον Κομφούκιο που υποστήριζε ότι η τύχη μας δεν είναι στα χέρια των
θεών αλλά εκείνων που μαγειρεύουν την τροφή μας. Στο τέλος του βιβλίου
στη σελ. 244 η Λωξάντρα που όλοι τη θεωρούσαν
ετοιμοθάνατη τρώει κρυμμένη από την κατσαρόλα τους λαχανοντολμάδες.
Επίσης, τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται αδρά και
βοηθούν την τοποθέτηση της μυθοπλασίας μέσα στον ιστορικό χρόνο. Η Συνθήκη του
Αγίου Στεφάνου (σελ.80), η σφαγή των Αρμενίων, ο πόλεμος του 1897, (σελ. 150),
οι ταραχές των αρχών του 20ου αι. στην Αθήνα, η εκλογική νίκη του Δηλιγιάννη
(σελ. 200) και η δολοφονία του, η επανάσταση στο Γουδί (σελ. 219) κ.α. Οι
αναφορές σε όλα αυτά δεν είναι τόσες και τέτοιες ώστε να κυριαρχήσει η
ιστορία, ή για να μιλάμε για κάποια εκδοχή του ιστορικού μυθιστορήματος.
Το ενδιαφέρον παραμένει στη Λωξάνδρα και το οικογενειακό και
ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον της. Αυτό το συνθέτουν η Κλειώ, η Ελεγκάκη, ο
Θόδωρος, ο Ταρνανάς, η Σουλτάνα κλπ. Αλλά και ο μπεχτσής (νυχτοφύλακας), ο Αλή,
ο Μουσταφά που είναι ο γιουμουρτατζής (αυγουλάς) και άλλους. Παρακολουθούμε τη
ζωή της από τα νεαρά της χρόνια στο Μακροχώρι, που βρίσκεται στην παλιά Πόλη,
το γάμο της, τη μετακόμιση στο Πέρα όπου «οι
δρόμοι ως το πρωί είναι γεμάτοι κόσμο. Εδώ ούτε η νύχτα είναι νύχτα, ούτε η
μέρα μέρα». (σελ. 125) και τις νέες πλούσιες γειτονιές της Πόλης,
στα Ταταύλα όπου δεν πατούσε το πόδι του Τούρκος
και είχε πληθυσμό αμιγή ελληνικό (σελ. 37), τον ερχομό στην Αθήνα για
μία περίπου δεκαετία και την επιστροφή στην Πόλη.
Οι περισσότερες σελίδες εξελίσσονται στο αστικό τοπίο της
Κωνσταντινούπολης, την εικόνα της οποίας σχηματίζει αβίαστα ο αναγνώστης.
(«Και πίστευαν πως η Κωνσταντινούπολη πάντα θα
μυρίζει ρωμιοσύνη». σελ. 182) Τα σπίτια, οι δρόμοι, ο Βόσπορος και
κυρίως τα Θεραπειά, και ο Κεράτιος, οι γειτονιές της, οι εξοχές, το υγρό κλίμα
της.
Η ματιά της Ιορδανίδου είναι ψύχραιμη και δε δραματοποιεί τα
γεγονότα. Τα πρόσωπα ζωντανεύουν χάρη κυρίως στον προφορικό λόγο και στους
διαλόγους όπου ενσωματώνονται χαρακτηριστικές εκφράσεις και λέξεις από την
τουρκική γλώσσα. Η καθημερινή συνύπαρξη των δύο λαών δε σκιάζεται από
προβλήματα που θα μπορούσαν να οφείλονται στις διαφορές τους όπως η θρησκεία ή
η γλώσσα. Μάλιστα ο θρησκευτικός συγκρητισμός είναι χαρακτηριστικός στο
επεισόδιο με το αγίασμα της Παναγίας Μπαλουκλιώτισσας, αγαπημένης της
Λωξάνδρας.
Η αφελής νοοτροπία της ηρωίδας και η άδολη συμπεριφορά της
είναι χαρακτηριστική σε αρκετά σημεία του βιβλίου.
Στις σελ. 65-66 με την ιστορία της γάτας της που
δε θέλει να τη δώσει, αλλά της την κλέβουν, και κυρίως στις
σελ. 201-204, στο επεισόδιο με τον Τούρκο Πρόξενο
στην Αθήνα, όπου η Λωξάνδρα συμπεριφέρεται θεωρώντας αυτονόητο ότι ο Τούρκος
διπλωμάτης διαβάζει και συμφωνεί με τις αποκαλύψεις της Ακρόπολης για τις
αγριότητες του Σουλτάν Χαμίτ. Χρησιμοποιώντας αυτά τα χαρακτηριστικά
της προσωπικότητας της Λωξάνδρας σε όλο το βιβλίο η συγγραφέας μας δίνει μία
ουσιαστική και διεισδυτική εικόνα για ένα δύσκολο θέμα. Η πραγματικότητα των
σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων είναι πολυδιάστατη. Η γενική εντύπωση του κακού
Τούρκου, («Οι Τούρκοι βέβαια ήτανε τα σκυλιά,
αλλά οι Τούρκοι για τη Λωξάντρα ήταν μια έννοια πολύ μπερδεμένη». σελ. 46)
ανατρέπεται από τα συγκεκριμένα πρόσωπα, το νερουλά, το σαλεπιτζή κλπ.
("τι είχε να μοιράσει η Λωξάντρα με το φουκαρά
τον αυγουλά και με τον έρημο το μπεχτσή;" σελ. 80).
Διάλεξα να ξαναδιαβάσω και να γράψω για το βιβλίο αυτό γιατί,
νομίζω ότι, τα καταξιωμένα λογοτεχνικά έργα δεν συζήτιουνται πλέον και
χάνονται κάτω από τους τόνους χαρτιού της σύγχρονης βιβλιοπαραγωγής και της
διαφήμισής της. Η ευκολία έκδοσης είναι τέτοια που κατέστησε το βιβλίο
εμπόρευμα στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Χωρίς αυτό να είναι αρνητικό, (ίσως να
έχει περισσότερο θετικές συνέπειες) αυξάνει την "υποχρέωσή" μας απέναντι σε
σημαντικά έργα της λογοτεχνίας.
(εκπομπή της ΕΡΤ για τη συγγραφέα
εδώ)