Το βιβλίο του Ε. Κωφού εκδόθηκε το 1994 στη Θεσσαλονίκη από το Μουσείο
Μακεδονικού Αγώνα και αποτελεί την πρώτη συστηματική προσπάθεια να
μελετηθούν τα σχολικά βιβλία της γειτονικής χώρας. Ο υπότιτλός του είναι
σαφής: «παρατηρήσεις στα νέα σχολικά εγχειρίδια των Σκοπίων». Δώδεκα χρόνια
μετά η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών εξέδωσε το «Μακεδονισμός, ο
ιμπεριαλισμός των Σκοπίων 1944-2006» που ήδη παρουσιάστηκε στο http://anagnosi.blogspot.com/2008/05/717-1944-2006.html
Η μελέτη του Ε. Κωφού φαίνεται να χαρακτηρίζεται από διαφορετικό πνεύμα, είναι ενδεικτικό ότι ο συγγραφέας ανάμεσα στα άλλα, καταλήγει: «Μακάρι, επίσης, οι επισημάνσεις αυτές να διαπεράσουν τα τείχη της αδιαλλαξίας που ορθώνονται ολοένα και πιο ψηλά από όλες τις κατευθύνσεις, ακόμα και στο εσωτερικό της δικής μας χώρας, συρρικνώνοντας ατραπούς επικοινωνίας και διαλόγου, με αποτέλεσμα το έδαφος να μένει ανεξέλεγκτο σε όσους αρέσκονται σε κραυγές και συνθηματολογίες. Το θέμα όμως της διάπλασης και της ενημέρωσης των νέων γενεών –είτε μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια είτε με τη μορφή μαζικών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων μαθητών-είναι πολύ σοβαρό για να αφεθεί σε χέρια φανατικών. Όπου κι αν βρίσκονται αυτοί». (σελ. 34)
Το βιβλίο είναι μικρό (μόλις 35 σελίδες) αλλά ουσιώδες. Γίνεται προσπάθεια να διερευνηθεί η διαδικασία συγκρότησης εθνικής συνείδησης μέσα από τη διδασκαλία εγχειριδίων ιστορίας και γεωγραφίας, επίσης (να διερευνηθεί) η σχέση αυτής της διαδικασίας με την καλλιέργεια Μεγάλης Ιδέας και αλυτρωτικών διαθέσεων. Δεν τίθεται, όμως, το ερώτημα πόσο αναγκαία είναι η ύπαρξη Μεγάλης Ιδέας κατά τη διαδικασία εθνογένεσης.
Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με τον συγγραφέα τα σχολικά εγχειρίδια προωθούν την ιδεολογία του ''μακεδονισμού'' σε δύο επίπεδα. Κατά πρώτο λόγο εμπεδώνεται η ιδέα του οικείου γεωγραφικού χώρου με αναπαραγωγή ''γεωγραφικών-εθνικών'' συνόρων που εύκολα μπορούν να εκληφθούν ως κρατικά σύνορα. Ακολούθως έχουμε την καλλιέργεια ιστορικού και πολιτιστικού μεγαλοϊδεατισμού. Αυτό επιτυγχάνεται με την ιδιοποίηση του παρελθόντος, αυτή ξεκινά από τα αρχαία χρόνια. Η Ελλάδα περιορίζεται έως τη Θεσσαλία και την Ήπειρο και ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας θεωρείται κάτι διαφορετικό. Στη συνέχεια έχουμε το δεύερο στάδιο του εκσλαβισμού της Μακεδονίας με την έλευση των Σλάβων κατά τον 6ο – 7ο αι. μΧ. Τότε τίθενται οι βάσεις του ''μακεδονικού'' λαού. Στην τρίτη ιστορική περίοδο έχουμε τη παρουσίαση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, περίοδο κατά την οποία διαμορφώνεται η ''μακεδονική'' εθνική συνείδηση. Όλα τα γεγονότα που εκτιλύχθηκαν στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας ''μακεδονοποιούνται''. Η οπτική που προωθείται είναι κοινή με την βουλγαρική ή , αργότερα κατά τον 19ο αι. απόλυτα ''μακεδονική'' χωρίς να αναγνωρίζεται κανείς Βούλγαρος σε μακεδονικό έδαφος. Η πολιτισμική παρουσία των Eλλήνων αποσιωπάται με το τέχνασμα της ''μακεδονικής κουλτούρας'' χωρίς αναφορά στους ανθρώπους που είναι φορείς της. Τέλος, η τελευταία περίοδος μετά τον Β’ π. π. είναι η πορεία προς την ανεξαρτησία. Ο τρόπος παρουσίασης γίνεται με εμβόλιμα κεφάλαια για το ''Αιγαιατικό τμήμα της Μακεδονίας'' και το ''τμήμα Πιρίν της Μακεδονίας'' . Αυτό και μόνο καταδεικνύει την καλλιέργεια αλυτρωτικών αισθημάτων στους μαθητές.
Το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη μελέτη είναι μεγαλύτερο αν λάβουμε υπόψη ότι ο συγγραφέας υπήρξε για περισσότερο από τριάντα χρόνια εμπειρογνώμονας του Υπουργείου Εξωτερικών για ζητήματα σχετικά με την Μακεδονία.
Η μελέτη του Ε. Κωφού φαίνεται να χαρακτηρίζεται από διαφορετικό πνεύμα, είναι ενδεικτικό ότι ο συγγραφέας ανάμεσα στα άλλα, καταλήγει: «Μακάρι, επίσης, οι επισημάνσεις αυτές να διαπεράσουν τα τείχη της αδιαλλαξίας που ορθώνονται ολοένα και πιο ψηλά από όλες τις κατευθύνσεις, ακόμα και στο εσωτερικό της δικής μας χώρας, συρρικνώνοντας ατραπούς επικοινωνίας και διαλόγου, με αποτέλεσμα το έδαφος να μένει ανεξέλεγκτο σε όσους αρέσκονται σε κραυγές και συνθηματολογίες. Το θέμα όμως της διάπλασης και της ενημέρωσης των νέων γενεών –είτε μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια είτε με τη μορφή μαζικών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων μαθητών-είναι πολύ σοβαρό για να αφεθεί σε χέρια φανατικών. Όπου κι αν βρίσκονται αυτοί». (σελ. 34)
Το βιβλίο είναι μικρό (μόλις 35 σελίδες) αλλά ουσιώδες. Γίνεται προσπάθεια να διερευνηθεί η διαδικασία συγκρότησης εθνικής συνείδησης μέσα από τη διδασκαλία εγχειριδίων ιστορίας και γεωγραφίας, επίσης (να διερευνηθεί) η σχέση αυτής της διαδικασίας με την καλλιέργεια Μεγάλης Ιδέας και αλυτρωτικών διαθέσεων. Δεν τίθεται, όμως, το ερώτημα πόσο αναγκαία είναι η ύπαρξη Μεγάλης Ιδέας κατά τη διαδικασία εθνογένεσης.
Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με τον συγγραφέα τα σχολικά εγχειρίδια προωθούν την ιδεολογία του ''μακεδονισμού'' σε δύο επίπεδα. Κατά πρώτο λόγο εμπεδώνεται η ιδέα του οικείου γεωγραφικού χώρου με αναπαραγωγή ''γεωγραφικών-εθνικών'' συνόρων που εύκολα μπορούν να εκληφθούν ως κρατικά σύνορα. Ακολούθως έχουμε την καλλιέργεια ιστορικού και πολιτιστικού μεγαλοϊδεατισμού. Αυτό επιτυγχάνεται με την ιδιοποίηση του παρελθόντος, αυτή ξεκινά από τα αρχαία χρόνια. Η Ελλάδα περιορίζεται έως τη Θεσσαλία και την Ήπειρο και ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας θεωρείται κάτι διαφορετικό. Στη συνέχεια έχουμε το δεύερο στάδιο του εκσλαβισμού της Μακεδονίας με την έλευση των Σλάβων κατά τον 6ο – 7ο αι. μΧ. Τότε τίθενται οι βάσεις του ''μακεδονικού'' λαού. Στην τρίτη ιστορική περίοδο έχουμε τη παρουσίαση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, περίοδο κατά την οποία διαμορφώνεται η ''μακεδονική'' εθνική συνείδηση. Όλα τα γεγονότα που εκτιλύχθηκαν στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας ''μακεδονοποιούνται''. Η οπτική που προωθείται είναι κοινή με την βουλγαρική ή , αργότερα κατά τον 19ο αι. απόλυτα ''μακεδονική'' χωρίς να αναγνωρίζεται κανείς Βούλγαρος σε μακεδονικό έδαφος. Η πολιτισμική παρουσία των Eλλήνων αποσιωπάται με το τέχνασμα της ''μακεδονικής κουλτούρας'' χωρίς αναφορά στους ανθρώπους που είναι φορείς της. Τέλος, η τελευταία περίοδος μετά τον Β’ π. π. είναι η πορεία προς την ανεξαρτησία. Ο τρόπος παρουσίασης γίνεται με εμβόλιμα κεφάλαια για το ''Αιγαιατικό τμήμα της Μακεδονίας'' και το ''τμήμα Πιρίν της Μακεδονίας'' . Αυτό και μόνο καταδεικνύει την καλλιέργεια αλυτρωτικών αισθημάτων στους μαθητές.
Το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη μελέτη είναι μεγαλύτερο αν λάβουμε υπόψη ότι ο συγγραφέας υπήρξε για περισσότερο από τριάντα χρόνια εμπειρογνώμονας του Υπουργείου Εξωτερικών για ζητήματα σχετικά με την Μακεδονία.