Διάβασα το βιβλίο, μαζί με άλλα, στα πλαίσια μιας
συστηματικής ενασχόλησης με το μακεδονικό ζήτημα.
Ψύχραιμη και θαρραλέα καταγραφή ενός δύσκολου θέματος που εστιάζεται στη γλώσσα των σλαβόφωνων κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας. Το βιβλίο αρχίζει με την οριοθέτηση του «προβλήματος» και διατρέχει όλο τον 20ο αι. και την εξελίξεις του στην Μακεδονία, κυρίως την Δυτική, καταγράφοντας με ουσιώδες ενδιαφέρον τα σχετικά γεγονότα. Αναγκαστικά περιλαμβάνει πολλές ιστορικές αναφορές, αφού το ζήτημα της σλαβοφωνίας, που θα μπορούσε να είναι απλώς ένα φιλολογικό ζήτημα, πήρε πολλές διαστάσεις. Οι ιστορικές αναφορές, λοιπόν, αφορούν βασικά πολιτικά ή διπλωματικά γεγονότα, όταν η γλώσσα των ντόπιων της Μακεδονίας γίνεται βασικό πολιτικό ή διπλωματικό θέμα της ελληνικής πολιτικής και των σχέσεων μεταξύ των Βαλκανικών κρατών. Αυτό για παράδειγμα συμβαίνει με το ελληνοβουλγαρικό πρωτόκολλο Πολίτη – Καλφόφ (1924-1925) και με τον τρόπο που η δικτατορία Μεταξά αντιμετώπισε τους σλαβόφωνους. Άλλες φορές το βιβλίο κινείται στο επίπεδο της μικροϊστορίας, δηλαδή εξετάζει την καθημερινότητα των κατοίκων σχετικά με την ομιλία της γλώσσας του και την εκμάθηση της ελληνικής. Αυτή η καταγραφή της καθημερινότητας παρουσιάζει εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον.
Η παρουσίαση της «κρατικής καταστολής των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία» (όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου) βασίζεται σε τεκμηρίωση που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία. Από ιστορικά αρχεία υπουργείων και υπηρεσιών μέχρι εκδόσεις του Ουράνιου Τόξου.
Ο συγγραφέας εξετάζει τη γλώσσα των σλαβόφωνων ως ένα πολιτισμικό χαρακτηριστικό που διαμορφώνει τον εθνοτικό χαρακτήρα τους. Ο όρος εθνοτικός στη σύγχρονη ιστοριογραφία διαφοροποιείται σαφώς από τον όρο εθνικός. Η γλώσσα δεν είναι απόδειξη εθνικής συνείδησης, πολλές φορές δεν είναι καν ένδειξη, παράδειγμα ο γνωστός μακεδονομάχος Κώττας και οι γρεκομάνοι σλαβόφωνοι που δεν ήξεραν την ελληνική. Το βιβλίο παραμένει μια δημοσιογραφική, κυρίως, έρευνα και καταγραφή που αποφεύγει τις κρίσεις. Εντοπίζει όμως αντιφάσεις παλινωδίες και προχειρότητες στον τρόπο αντιμετώπισης των σλαβόφωνων από την ελληνική πολιτεία.
Έτσι έχουμε μια αποκαλυπτική οπτική που «κοιτά» τα γεγονότα χωρίς συστολή και αμηχανία. Αυτό προδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ο συγγραφέας τηρεί τη ρήση «εθνικό είναι το αληθινό» και καταδεικνύει τις αποσιωπημένες πτυχές του ζητήματος, όπως την έκδοση του αλφαβηταρίου abecedar το 1925, μια ενδιαφέρουσα ιστορία που μπορεί να γεννήσει ερωτήματα ή να δώσει διαφορετικές απαντήσεις από αυτές που έχουμε συνηθίσει.
Αυτή η τολμηρή αντιμετώπιση του ζητήματος θέτει μια άλλη βάση συνύπαρξης, με αποδοχή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν οι πληθυσμοί και όχι την αντιπαράθεση ή τη δίωξη του αδύναμου. Εξάλλου οι διώξεις, όσες φορές υιοθετήθηκαν και έγιναν κυρίαρχη πρακτική, όπως στην περίοδο της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, οδήγησαν στα αντίθετα αποτελέσματα. Αποξένωσαν την πλειοψηφία των σλαβόφωνων από την ελληνική πολιτεία που εμφανιζόταν εχθρική απέναντί τους και τους ώθησαν είτε προς τη βουλγαρική ή σερβική προπαγάνδα, είτε προς τη διαμόρφωση μιας διαφορετικής εθνικής συνείδησης με βασικό άξονα τη γλώσσα. Ίσως, λοιπόν, η μήτρα του προβλήματος ανάγεται στο μεσοπόλεμο και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον κοντόφθαλμο «ερασιτεχνισμό» αντιμετώπισης των σλαβόφωνων.
Ψύχραιμη και θαρραλέα καταγραφή ενός δύσκολου θέματος που εστιάζεται στη γλώσσα των σλαβόφωνων κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας. Το βιβλίο αρχίζει με την οριοθέτηση του «προβλήματος» και διατρέχει όλο τον 20ο αι. και την εξελίξεις του στην Μακεδονία, κυρίως την Δυτική, καταγράφοντας με ουσιώδες ενδιαφέρον τα σχετικά γεγονότα. Αναγκαστικά περιλαμβάνει πολλές ιστορικές αναφορές, αφού το ζήτημα της σλαβοφωνίας, που θα μπορούσε να είναι απλώς ένα φιλολογικό ζήτημα, πήρε πολλές διαστάσεις. Οι ιστορικές αναφορές, λοιπόν, αφορούν βασικά πολιτικά ή διπλωματικά γεγονότα, όταν η γλώσσα των ντόπιων της Μακεδονίας γίνεται βασικό πολιτικό ή διπλωματικό θέμα της ελληνικής πολιτικής και των σχέσεων μεταξύ των Βαλκανικών κρατών. Αυτό για παράδειγμα συμβαίνει με το ελληνοβουλγαρικό πρωτόκολλο Πολίτη – Καλφόφ (1924-1925) και με τον τρόπο που η δικτατορία Μεταξά αντιμετώπισε τους σλαβόφωνους. Άλλες φορές το βιβλίο κινείται στο επίπεδο της μικροϊστορίας, δηλαδή εξετάζει την καθημερινότητα των κατοίκων σχετικά με την ομιλία της γλώσσας του και την εκμάθηση της ελληνικής. Αυτή η καταγραφή της καθημερινότητας παρουσιάζει εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον.
Η παρουσίαση της «κρατικής καταστολής των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία» (όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου) βασίζεται σε τεκμηρίωση που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία. Από ιστορικά αρχεία υπουργείων και υπηρεσιών μέχρι εκδόσεις του Ουράνιου Τόξου.
Ο συγγραφέας εξετάζει τη γλώσσα των σλαβόφωνων ως ένα πολιτισμικό χαρακτηριστικό που διαμορφώνει τον εθνοτικό χαρακτήρα τους. Ο όρος εθνοτικός στη σύγχρονη ιστοριογραφία διαφοροποιείται σαφώς από τον όρο εθνικός. Η γλώσσα δεν είναι απόδειξη εθνικής συνείδησης, πολλές φορές δεν είναι καν ένδειξη, παράδειγμα ο γνωστός μακεδονομάχος Κώττας και οι γρεκομάνοι σλαβόφωνοι που δεν ήξεραν την ελληνική. Το βιβλίο παραμένει μια δημοσιογραφική, κυρίως, έρευνα και καταγραφή που αποφεύγει τις κρίσεις. Εντοπίζει όμως αντιφάσεις παλινωδίες και προχειρότητες στον τρόπο αντιμετώπισης των σλαβόφωνων από την ελληνική πολιτεία.
Έτσι έχουμε μια αποκαλυπτική οπτική που «κοιτά» τα γεγονότα χωρίς συστολή και αμηχανία. Αυτό προδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ο συγγραφέας τηρεί τη ρήση «εθνικό είναι το αληθινό» και καταδεικνύει τις αποσιωπημένες πτυχές του ζητήματος, όπως την έκδοση του αλφαβηταρίου abecedar το 1925, μια ενδιαφέρουσα ιστορία που μπορεί να γεννήσει ερωτήματα ή να δώσει διαφορετικές απαντήσεις από αυτές που έχουμε συνηθίσει.
Αυτή η τολμηρή αντιμετώπιση του ζητήματος θέτει μια άλλη βάση συνύπαρξης, με αποδοχή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν οι πληθυσμοί και όχι την αντιπαράθεση ή τη δίωξη του αδύναμου. Εξάλλου οι διώξεις, όσες φορές υιοθετήθηκαν και έγιναν κυρίαρχη πρακτική, όπως στην περίοδο της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, οδήγησαν στα αντίθετα αποτελέσματα. Αποξένωσαν την πλειοψηφία των σλαβόφωνων από την ελληνική πολιτεία που εμφανιζόταν εχθρική απέναντί τους και τους ώθησαν είτε προς τη βουλγαρική ή σερβική προπαγάνδα, είτε προς τη διαμόρφωση μιας διαφορετικής εθνικής συνείδησης με βασικό άξονα τη γλώσσα. Ίσως, λοιπόν, η μήτρα του προβλήματος ανάγεται στο μεσοπόλεμο και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον κοντόφθαλμο «ερασιτεχνισμό» αντιμετώπισης των σλαβόφωνων.
και άλλες πέντε "στάσεις" σε σελίδες του βιβλίου
σελ. 41 και εξής, τεκμηριωμένη αναφορά στη χρήση του όρου «μακεδονική γλώσσα» κατά τις αρχές του 20ου και από Έλληνες όπως ο Παύλος Μελάς, η Πηνελόπη Δέλτα και άλλοι.
σελ. 61 και εξής, η γλώσσα των σλαβόφωνων παρουσιάζεται από την ελληνική πλευρά ως εξέλιξη της αρχαίας σε σημείο να επισημαίνεται ότι «ο Μ. Αλέξανδρος εγειρόμενος εκ του τάφου θα εννόει ευκολώτερον την δήθεν βουλγαρικήν ταύτην διάλεκτον...»
σελ. 90 και εξής, διεξοδική παρουσίαση του πρωτοκόλλου Πολίτη – Καλφόφ για την προστασία των μειονοτήτων. Το πρωτόκολλο δημιούργησε προβλήματα στις ελληνοσερβικές σχέσεις αφού αναγνώριζε δικαιώματα προστασίας της σλαβόφωνης μειονότητας της ελληνικής Μακεδονίας στους Βούλγαρους. Μετά την κατάργησή του θα έχουμε από πλευράς Ελλάδας την επίσημη αναγνώριση της σλαβομακεδονικής γλώσσας και της έκδοσης του αλφαβηταρίου αυτής της γλώσσας, του abecendar.
σελ. 169 και εξής, τραγελαφικά επεισόδια σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων δίωξης της σλαβομακεδονικής γλώσσας από τη δικτατορία Μεταξά. «...Χωροφύλακες που παραμόνευαν κάτω από τα παράθυρα των σπιτιών για να εντοπίσουν – και να τιμωρήσουν - κρούσματα ενδοοικογενειακής σλαβοφωνίας...»
σελ. 260 και εξής, η αντιμετώπιση της σλαβοφωνίας από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Υιοθέτηση νέων όρων όπως «επιβουλή κατά της Μακεδονίας», ειδικά προγράμματα για την εξάλειψη της σλαβοφωνίας και μυστικά κονδύλια που χορηγούνταν σε πρόσωπα, φορείς (αθλητικούς, πολιτιστικούς, προσκόπους κλπ) για το σκοπό αυτό