Τελικά, είναι ένα ουσιώδες και απαιτητικό βιβλίο τα χαρίσματα του οποίου του δίνουν μια θέση στη βιβλιοθήκη. Ένα βιβλίο που ξαναδιαβάζεται και επιβεβαιώνει την ουσία του για την πολλαπλότητα της πραγματικότητας και των ερμηνειών της. Βιβλίο που αποδεικνύει ότι ο μετα-μοντερνισμός αξιοποιείται δημιουργικά κινητοποιώντας τη σκέψη.
Είναι τόσα πολλά αυτά που θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς, καθώς υπάρχει πλούτος ιδεών, που ασυναίσθητα θα οδηγούνταν στη συγγραφή ενός νέου βιβλίου ερμηνείας.
Δεν κατάλαβα κατά πόσο έχει μία σαφή οπτική και ο συγγραφέας Κράμεϋ. Εκφράζεται η πίστη στη δύναμη της μαθηματικής σκέψης, όπου «τίποτα δεν είναι αυθαίρετο», αλλά επί της ουσίας όλα είναι αυθαίρετα όπως δείχνουν ενδεικτικά τα αποσπάσματα που ακολουθούν: «Ο μαθηματικός οφείλει να ξεκινά από έναν τέλειο κόσμο, οικοδομημένο με ιδανικά στοιχεία. Μόνο όταν αυτός ο κόσμος γίνει πλήρως κατανοητός, μπορούν να αρχίσουν να μελετώνται οι ατέλειες που προσδίδουν στον πραγματικό κόσμο το χαρακτήρα που γνωρίζουμε» (σελ. 121). Δηλαδή η τελειότητα είναι ένα οικοδομημένο ιδανικό (!). Και παρακάτω:
« - Λέτε ότι η φυσική είναι άχρηστη, αν ασχολείται μόνο με ιδανικές καταστάσεις. Εγώ, αντιθέτως, ισχυρίζομαι ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός, μόνο αφού γνωρίσουμε πλήρως το ιδανικό μοντέλο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχουμε μόνο χάος, το οποίο δε θα υπόκειται σε καμιά αναγωγή». Ποια είναι η αναγκαιότητα που θεμελιώνει τη σχέση αναγωγής μοντέλου και πραγματικού κόσμου;
Όμως μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγούσε σε συγγραφή «εγκυκλοπαίδειας». Πρόχειρα διακρίνω μέσα στις σελίδες του βιβλίου την αρχή διαψευσιμότητας, την έννοια της απροσδιοριστίας, τη σχετικότητα, το σκεπτικισμό του Χιουμ, τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ, την ενορατική φιλοσοφία του Μπερξον, τον υπαρξισμό του Χάιντεγκερ, την ψυχανάλυση του Φρόιντ, τη χεγγελιανή διαλεκτική. Ανιχνεύω τη χεγγελιανή διαλεκτική ήδη στην τριμερή σύνθεση του βιβλίου, αρχικά τίθεται η γήινη πραγματικότητα που αίρεται στο δεύτερο μέρος από τις «εναλλακτικές» πραγματικότητες της Κοσμογραφίας. Τέλος στο τρίτο παραβολικό μέρος μπορεί να συνθέσει ο αναγνώστης τη δική του νέα πραγματικότητα.
Η επίδραση της φροϋδικής ψυχανάλυσης νομίζω, είναι εξίσου ευδιάκριτη καθώς κλονίζονται οι εσωτερικές βεβαιότητες για την αλήθεια, την αιτιοκρατία, το πολιτιστικό οικοδόμημα που αποδεχόμαστε. Οι καταστάσεις που περιγράφονται πολλές φορές είναι ονειρικές και χαρακτηρίζονται από την αυταπόδεικτη αλήθεια του ονείρου.
Συνεχίζω στα πιο δύσκολα. Από ότι έχω καταλάβει για το στρυφνό Χάιντεγκερ βασικό στοιχείο της σκέψης του είναι η «ουσία» εκείνη που επιτρέπει την ύπαρξη. Με αυτή την έννοια αντιλαμβάνομαι την επίδρασή του στην Κοσμογραφία όπου οι πλανήτες αποτελούν ακριβώς τη «βάση» της ύπαρξης με ένα δεδομένο «εναλλακτικό» τρόπο.
Σχετικά με το Μπερξόν, εφόσον οι αποδείξεις για ότι θεωρούμε αληθή πραγματικότητα είναι αμφισβητούμενες, εκείνο που μπορεί να μας δώσει μια βεβαιότητα γνώσης είναι ότι ενορατικά βλέπουμε ως αληθινό.
Για τον ιδεαλισμό τα πράγματα είναι σαφή. Πολλές φορές στο βιβλίο γίνεται αναφορά στην υποκειμενική πραγματικότητα όπου το αντικείμενο υπάρχει μόνο σε σχέση με τη συνείδηση ενός υποκειμένου. Ο Μπέρκεϋ υπήρξε ένας αρνητής κάθε αντικειμενικής πραγματικότητας.
Ο Χιουμ υπήρξε ο σκεπτικιστής εκείνος που γκρέμισε κάθε βεβαιότητα, κάθε δογματισμό, χρησιμοποιώντας την αμφιβολία ως τα ακραία όριά της. Αυτό ακριβώς δεν κάνει το βιβλίο;
Για να τεκμηριώσω την επίδραση της Απροσδιοριστίας θα σταθώ στο παράδειγμα του πλανήτη Ερμή. Εκεί απ’ ότι θυμάμαι υπάρχουν εν δυνάμει πολλές επιλογές που όμως όλες είναι ταυτόχρονα και εν ενεργεία. Που ακριβώς βρισκόμαστε όταν επιλέγουμε τον ένα δρόμο αλλά ταυτόχρονα κινούμαστε και στον άλλο; Ξέρουμε ότι είμαστε στον πλανήτη Ερμή όπως υποθέτουμε ότι το ηλεκτρόνιο είναι στην τροχιά του. Πώς μπορούμε να προσδιορίσουμε τη θέση μας; Έτσι σχετικοποιείται και η έννοια του χωροχρόνου.
Τέλος, για να μην αφήσω κάτι από τις επιδράσεις που διαπιστώνω, ότι παρουσιάζεται ως γνώση ισχύει μέχρι να διαψευστεί. Και το βιβλίο είναι συνεχείς διαψεύσεις αυτού που παρουσιάζεται ως αλήθεια.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το βιβλίο είναι μία εύκολη και εκ των υστέρων κριτική σε ένα έργο – του Ντ’ Αλαμπέρ και των Διαφωτιστών – που συνέβαλε καθοριστικά στο σπάσιμο των αλυσίδων του σκοταδισμού που επέβαλλαν εκκλησία και ευγενείς.
Στέκομαι σε μια τελευταία φράση: «Το Σύμπαν δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τις αρχές σας και τα θεωρήματά σας, με την ξερή Μηχανική σας. Πολύ περισσότερο κυβερνάται από Τύχη και Αναγκαιότητα, από τους νόμους των Πιθανοτήτων». Το βιβλίο νομίζω είναι μια λογοτεχνική πραγματεία σχετική με τις παραπάνω έννοιες και την προσπάθεια του ανθρώπου να ερμηνεύσει το Σύμπαν.
Επανέρχομαι στην αρχική κρίση: είναι ένα απαιτητικό βιβλίο πολλαπλού ενδιαφέροντος.
Βασίλης Συμεωνίδης