Το ύφος γίνεται σε πολλές περιπτώσεις χιουμοριστικό και δηκτικό. Κατορθώνει κατ’ αυτό τον τρόπο να σχολιάσει έμμεσα τα γεγονότα και την πολιτική κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση. Παράδειγμα στη σελίδα 59 ο ανεκδοτολογικός διάλογος: - Γιατί φτιάχνουν μεγάλα κρεβάτια στη Σοβιετική Ένωση; - Για να χωράνε και οι τρεις, το ζευγάρι και ο Λένιν ή στη σελίδας 67, - Κάποιοι Ελβετοί τουρίστες έκλεψαν το ρωσικό ρολόι μου. – Μήπως θέλεις να πεις ότι κάποιοι Ρώσοι ‘κλέψαν το ελβετικό; - Εσείς το είπατε αυτό, όχι εγώ. Και στη σελίδα 77: Ο σοσιαλισμός είναι σαν τον ορίζοντα! Όσο τον πλησιάζεις τόσο απομακρύνεται.
Επίσης ξεχωριστό ενδιαφέρον μου προκάλεσαν οι αναφορές στη θεσνοθέτηση της κατάδοσης. Στη σελίδα 209 γίνεται αναφορά στο Μορόζοφ (είναι πραγματικό πρόσωπο;) που είναι ένα παιδί που στη δεκαετία του ’30 είχε αναγορευτεί σε εθνικό ήρωα επαιδή κατέδωσε τους γονείς του. Επανέρχεται στο θέμα όταν στη 283 γράφει για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών – χαφιέδων των γονιών τους, σημείο που θυμίζει το «σπιούνο» του Μπρεχτ.
Από την άλλη, σε πολλές περιπτώσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί τετριμμένο με τα κλασικά κλισέ των «λαϊκών» αστυνομικών μυθιστορημάτων τύπου Ζεράρ ντε Βιλιέ (κυνηγητά, ταξί, μετρό, αλλαγές πορείας, κλπ). Επίσης σε πολλές περιπτώσεις το βιβλίο γίνεται βαρετό, αναλύει το αυτονόητο λες για να γεμίσει σελίδες.
Και ένα ευδιάκριτο ατόπημα: στις σελίδες 273-274, ο ήρωας ενώ έχει ήδη αναμμένο τσιγάρο και ανάβει και άλλο!
Απορία που μου μένει αδιευκρίνιστη: στη σελίδα 311 ο συγγραφέας αναφέρεται στην πτώση του τείχους του Βερολίνου που οφείλεται σε ένα λάθος που επέτρεψε την έξοδο των Ανατολικογερμανών! Πόσο κοντά στην αλήθεια είναι αυτό; Ίσως σε ένα παράρτημα θα μπορούσε ο συγγραφέας να ξεκαθαρίζει τα όρια της μυθοπλασίας.
Βασίλης Συμεωνίδης