ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

   

φιλολογικά

   

διάλειμμα

   

ταυτότητα

   

επικοινωνία

   

σύνδεσμοι

   

stava

 

Βασίλης Συμεωνίδης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

 

813 λέξεις για την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ

 
Κάθε βιβλίο έχει το ρυθμό του. Εδώ έχουμε ένα ρυθμό περιήγησης, άλλοτε αργό και άλλοτε γρήγορο. Τα κεφάλαια του βιβλίου έχουν ένα κοινό παρονομαστή, τη θλίψη αυτής της μεγαλούπολης όπου συναντιούνται Δύση Ανατολή, Βορράς και Νότος και ακόμη, το παρελθόν μπερδεύεται στο παρόν και ο χρόνος γίνεται ασαφής.
Διάβασα το βιβλίο με διακοπές. Η ανάγνωσή του κράτησε περισσότερο από ένα μήνα. Μεσολάβησαν άλλα διαβάσματα, άλλα ενδιαφέροντα, σύντομα ταξίδια... Ακριβώς όπως θα ταίριαζε σε μια περιπλάνηση που σταματάς για να δεις κάτι πιο προσεκτικά, για να ξεκουραστείς, γιατί βαρέθηκες... Αυτό δε μείωσε σε τίποτε το ενδιαφέρον μου. Με ευχαρίστηση το ξανάπιανα, ίσως γιατί προηγήθηκε ένα ταξίδι στην Πόλη το καλοκαίρι και ανάλογη μελέτη. Και ξαναβρισκόμουν μέσα στις σελίδες του όπως κινείται κάποιος σε μια πόλη.
Αυτό το βιβλίο αποτελεί λοιπόν μια περιπλάνηση στο Βυζάντιο – Κωνσταντινούπολη – Ιστανμπούλ. Στα σοκάκια και στις λεωφόρους, στο Βόσπορο, στα Θεραπειά, στο Μπεμπέκ και στον Κεράτιο, στις γέφυρες, αυτή του Γαλατά και στις κρεμαστές, στα μνημεία, στην Αγιά Σοφιά, το Ντολμάμπαχτσε, και στα σπίτια, στις πολυκατοικίες των συνοικιών και στα γιαλί του Βοσπόρου, στις πλατείες και στα μαγαζιά. Περιπλάνηση στον αστικό ιστό και στα περίχωρα, περιπλάνηση και στο χρόνο δύο αιώνων. Χωρίς σχέδιο, πολλές φορές χωρίς σκοπό, πάντα με την ιδιαίτερη αυτή θλίψη που ο Παμούκ εμμένει να μεταδώσει. Τον ακολουθούμε και τον ακούμε να μιλά «στις πεζοπορίες που καμιά φορά κρατούσαν ώρες, καθώς περπατούσα στα μέρη όπου με πήγαιναν τα πόδια μου...». Η αίσθηση της περιπλάνησης και της θλίψης είναι συνεχής μέσα στις σελίδες του βιβλίου.
Επιστέφουμε ξανά και ξανά στα ίδια μέρη, στο Μπέγιογλου, στο Τακσίμ, στο Νισάντας, στο Τζιχανγκίρ, στο Ταρλάμπασι και άλλα και κινούμαστε ελεύθερα στο χρόνο με τα μάτια συγγραφέων που αγάπησαν την πόλη ή την επισκέφτηκαν και έγραψαν για αυτήν. Τούρκοι κάτοικοι της όπως ο Γιαχγιά Κεμάλ, ο Τανπινάρ, ο Αχμέτ Ρασίμ και Ευρωπαίοι περιηγητές όπως ο Γκοτιέ. Τα πρόσωπά τους μπερδεύονται με τα πρόσωπα των απλών κατοίκων, οι φιγούρες τους περιδιαβάζουν χαμένες μέσα στους ανθρώπους ή στην ερημιά των άδειων δρόμων του παρελθόντος. Η αίσθηση του ασπρόμαυρου, της ήττας, της απώλειας ενός σημαντικού παρελθόντος δε μπόρεσε να αντισταθμιστεί από τη δημιουργία ενός καινούργιου. Οι κάτοικοι δε φορούν όπως στο παρελθόν ρούχα με έντονα χρώματα.
Έτσι ο αναγνώστης έχει μια πολύπλευρη ματιά, που όμως η θλίψη δε χάνεται από το βλέμμα. (απόσπασμα 1) Αυτή γίνεται κριτική της καθημερινότητας και των συνηθειών, παρουσίαση των αντιφάσεων και των νοοτροπιών, σχόλιο στον εκδυτικισμό που δεν επιτυγχάνεται, παρά μόνο αλλοιώνει τον ανατολίτικο χαρακτήρα. Το οθωμανικό παρελθόν που χάνεται και το ευρωπαϊκό μέλλον που δεν έρχεται. Όταν δε μιλούν οι δυτικοί περιηγητές τότε οι ίδιοι οι μορφωμένοι Τούρκοι αναλαμβάνουν να δουν με δυτική ματιά την πόλη τους.
Η κριτική ματιά του συγγραφέα είναι διεισδυτική και χαρακτηρίζει όλο το βιβλίο. Από τη σελίδα 380 και μετά αγγίζει το δύσκολο θέμα της δημιουργίας του τουρκικού έθνους. Στα τρία κεφάλαια που ακολουθούν ως τη σελίδα 425 ο Παμούκ τολμά. Μιλά για την εντατικοποίηση του εκδυτικισμού, για την εθνοκάθαρση που επέβαλε το κράτος, για τις απαγορεύσεις σε Ρωμιούς και Αρμένιους να μιλούν τη γλώσσα τους στο δρόμο, για το ζήτημα των Κούρδων, για την κατάργηση του αραβικού αλφαβήτου και την αντικατάστασή του από το λατινικό, για τις φτωχές απόμερες γειτονιές όπου το τουρκικό έθνος στεκόταν ακόμα στα πόδια του και εκεί μπορούσε να ξεχάσει κάποιος τις μειονότητες των Ρωμιών, των Αρμένιων, των Εβραίων, των Κούρδων, για τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και τον πόλεμο με τους Έλληνες στην Ανατολία, για τα βίαια γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτέμβρη σε βάρος των Χριστιανών και της δύσης, κυρίως των Ελλήνων και τη σιωπή ανθρώπων των γραμμάτων, για τον ιδεολογικό «εκτουρκισμό» της Ιστανμπούλ, για σπίτια που έμειναν άδεια εξαιτίας των εθνικιστικών διωγμών ενάντια στους Ρωμιούς, τους Αρμένιους και στους Εβραίους...
Επίσης, στο κεφάλαιο 19 που έχει τίτλο «Άλωση ή πτώση: ο εκτουρκισμός της Κωνσταντινούπολης, στις σελίδες 276 – 284 ο Παμούκ μιλά για όλη την περίοδο από το 1453 ως το 1955 και για το ελληνικό στοιχείο. Καταγράφει ότι «οι Ρωμιοί που εγκατέλειψαν τα τελευταία πενήντα χρόνια την Ιστανμπούλ εξαιτίας των λαθών των τουρκικών και των ελληνικών κυβερνήσεων που συμπεριφέρονταν στις μειονότητές τους, από τότε που η Ελλάδα και η Τουρκία έγιναν εθνικά κράτη, σαν να ήταν όμηροι, είναι περισσότεροι από κείνους που την εγκατέλειψαν στα πενήντα χρόνια μετά το 1453». Αλλά αυτό το κεφάλαιο έχει τόσο ιστορικό ενδιαφέρον εξαιτίας της «τόλμης» που το χαρακτηρίζει που αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο. (απόσπασμα 2) Είναι εξαιρετικό δείγμα ψύχραιμης ματιάς στο παρελθόν, χωρίς υστερόβουλες σκοπιμότητες.
Ο Παμούκ στην Ιστανμπούλ του καταγράφει τη δική του πορεία στο χώρο και το χρόνο της, τη δική του θλίψη. Από τα παιδικά του χρόνια, στα χρόνια του σχολείου και των ελλιπών σπουδών του στην Αρχιτεκτονική καθώς το ενδιαφέρον του στρέφονταν στη ζωγραφική για να καταλήξει συγγραφέας. Ο λόγος του συχνά γίνεται μακροπερίοδος με τα ασύνδετα σχήματα να μην τελειώνουν. Σαν μουρμούρισμα ανατολίτικου τραγουδιού. Στις 589 σελίδες του βιβλίου περιλαμβάνονται πολλές φωτογραφίες που οπτικοποιούν εύστοχα την αφήγηση και τις περιγραφές.
 

Βασίλης Συμεωνίδης

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 05 Φεβρουαρίου 2012.