Το δεύτερο θέμα είναι η γλώσσα. Αντικρούει την κινδυνολογία για τη φτώχεια της γλώσσας. Είναι φυσικό να αχρηστεύονται και να χάνονται τύποι που δεν την υπηρετούν. Ας πούμε η απώλεια του δυικού αριθμού, της ευκτικής, της δοτικής δε συνεπάγεται πρόβλημα, αλλά είναι συνυφασμένη με την εξέλιξη της γλώσσας όπως αυτή διαμορφώνεται από το λαό που τη μιλά και τη διαμορφώνει. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ζητήματα ορθογραφίας. Οι απλοποιήσεις της γραφής, η καθιέρωση του μονοτονικού δε βλάπτουν τη γλώσσα. Οι σχετικές κινδυνολογίες μάλλον κρύβουν άλλες σκοπιμότητες.
Από την άλλη, όμως, η γλώσσα δεν «πλουταίνει» με τη εισροή ξένων λέξεων. Στην ελληνική γλώσσα αυτό το φαινόμενο εξηγείται και από την υψηλή διάσταση που έχει η εκμάθηση ξένων γλωσσών. Βέβαια πολλές λέξεις ξένες έχουν υιοθετηθεί κατά την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, λέξεις που αφομοιώθηκαν και τώρα πια δεν ξεχωρίζουν. Για το συγγραφέα το πρόβλημα υπάρχει σήμερα γιατί οι εισροή ξένων λέξεων είναι μαζική και έχουμε ταυτόχρονα παραγωγή λεκτικών τύπων με μίμηση ξενικών, όπως σπορτέξ.
Ο Πλωρίτης καταλήγει ότι είναι ευθύνη μας να φροντίζουμε το λεξιλογικό πλόυτο της γλώσσας και να μη περιοριζόμαστε στη χρήση μερικών εκατοντάδων που εξυπηρετούν οριακά την καθημερινή επικοινωνία. Δε θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε όλες τις παλιότερες λέξεις σα νεκρές, αλλά σα ξεχασμένες. Επικαλείται τον Ψυχάρη για το δικαίωμα να αναζητά λέξεις στην αρχαία γλώσσα ώστε να καλύψει σημερινές ανάγκες. Αρκεί βέβαια να τις προσαρμόζει στο τυπικό της δημοτικής. Αν οι λέξεις αυτές ξαναπεράσουν σε γενική χρήση είναι ζήτημα που θα κρίνει το κοινό γλωσσικό αίσθημα.
Το επόμενο κείμενο είναι αυτό που εισηγήθηκε στην «ημερίδα του Μίλωνα», τον Ιανουάριο του 1895. Στη σύγκρουση απόψεων που εκφράστηκε εκεί, ο Πλωρίτης προσπαθεί να κρατήσει ίσες αποστάσεις. Αυτό, κατ’ ουσίαν, δεν είναι εφικτό. Γράφει για κακοπάθεια της Δημοτικής που οφείλεται σε αμέλεια και δόλο. Διαπιστώνει ότι η δημοτική δε μελετήθηκε όπως και όσο θα έπρεπε και αφέθηκε να οδηγηθεί σε λαϊκιστικό κράμα. Κατά δεύτερο λόγο είναι πολλοί αυτοί που κρύβουν την αμάθεια και την αγραμματοσύνη τους πίσω από τη δημοτική. Ο περιορισμός του λεξιλογίου και ο εντυπωσιασμός των νέων γλωσσικών τύπων είναι κακοποίηση της γλώσσας και είναι υποκριτικό πίσω από κηρύγματα πολιτισμού να βρίσκεται η αμέλεια και η υποτίμηση της αξίας που έχει η γλώσσα. Σε κείνη την ημερίδα, μάλλον, ο λόγος του Πλωρίτη δικαίωνε τους κινδυνολόγους νεογλωσσαμύντορες. Βέβαια, είναι φανερό ότι η πρόθεση του δεν ήταν αυτή.
Τρίτο και συναφές άμεσα με το δεύτερο θέμα είναι το ζήτημα του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών. Η σκέψη του Πλωρίτη τεκμηριώνεται με συχνές και σαφείς αναφορές. Στο Βηλαρά, στο Γληνό, κλπ. Συμφωνεί για την «άψυχη και τυπολογική αρχαιογνωσία» που συνιστούσε το μάθημα. Αλλά νομίζω ότι κάνει ένα λογικό σφάλμα. Θεωρεί τη γλώσσα ευρύτερο πολιτισμικό αγαθό από τον αρχαίο κόσμο. Στη σελίδα 67 γράφει: «... στάθηκε η ρίζα της αποστροφής των ‘‘ελληνοπαίδων’’ όχι μόνο για την αρχαία γραμματεία, αλλά και για την ελληνική γλώσσα, γενικότερα: ....». Αυτό είναι νομίζω το σημείο που θα τον οδηγήσει σε άλλα ιδεολογικοποιημένα συμπεράσματα και εξηγεί τον υπότιτλο του άρθρου, «κατάργηση ενός μαθήματος ή κατάργηση του μέγιστου μαθήματος». Είναι εντυπωσιοθηρικό και δίνει ψευδή εικόνα της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Τα αρχαία ελληνικά, η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ποτέ δεν καταργήθηκε στην εκπαίδευση. Αυτό που είχε γίνει ήταν να γίνεται η διδασκαλία της από μεταφράσεις. Το ξέρει βέβαια καλά ο Πλωρίτης. Αυτό που ζητά μέσα στο κείμενό του είναι να υπάρχει παράλληλα με τη μετάφραση και η παράθεση του αρχαίου κειμένου. Είναι ένα λογικό και παιδαγωγικά σωστό αίτημα. Ούτε τότε έγινε, ούτε τώρα. Τώρα (εδώ και 17 χρόνια κρατά αυτό το τώρα) που επανήλθε η διδασκαλία της αρχαιοελληνικής γλώσσας στα Γυμνάσια. Όμως, για τον Πλωρίτη, όπως και για πολλούς άλλους, η αρχαία ελληνική γλώσσα και η παράθεση των κειμένων στο πρωτότυπο αποτελεί πρότυπο για την καλλιέργεια της γλώσσας και του ύφους των μαθητών (σελ. 71) και εδώ μάλλον διατυπώνει μία ιδεοληψία παρά μια γλωσσολογική ή εκπαιδευτική κρίση.
Τα δύο τελευταία άρθρα γράφονται το 1985 και το 1987. Ο Πλωρίτης επισημαίνει την λεξιλογική φτώχεια και τη δυσκολία σύνταξης του λόγου που έχουν οι νέοι, επιστρατεύει επιχειρήματα που ο ίδιος είχε αναιρέσει, όπως το ζήτημα της ορθογραφίας – ανορθογραφίας. Τεκμηριώνει το σκεπτικό του σε δημοσιεύματα του Ταχυδρόμου και «πειράματα» που κάνει ο ίδιος. Επιτίθεται στην πολιτική που «καταργεί τα Αρχαία Ελληνικά και καταρρακώνει τα Νέα» (σελ. 78) και εν τέλει υπηρετεί την αντιμεταρρύθμιση που εκδηλώθηκε κατά τη δεκαετία του ’80. Και στο τελευταίο άρθρο (1987) ούτε μια «καλή κουβέντα» για την εκπαιδευτική πραγματικότητα που για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους ήταν συνδεμένη με τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό.
αΒδεηηίίλμνσςΣςυω αλφαβητοτακτοποιημένος