1. Πουλί μου εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σα καλάμι;
2. Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;
3. Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα να μη θαμπώσει δάκρυ,
4. Γιε μου, ποια Μοίρα στόγραψε και ποια μου τόχει γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν’ ανάψει;
5. Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
6. Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γυαλιού δε φτάνουν τα χαλίκια.
7. Κανείς μη γγίξει απάνω του, παιδί μου είναι δικό μου.
Σιωπή· σιωπή κουράστηκε, κοιμάται το μωρό μου.
8. Να ταΐζω σε στη φούχτα μου σπιρί – σπιρί τη ζωή μου
και μες στον ίσκιο σου να ζω, καμαρωτό δεντρί μου.
9. Ω, Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα
βοήθεια στο γιο μου θάστελνες τον Άγγελο από πέρα.
10. Και νάσου, ένα ανοιξιάτικο πουρχόταν συγνεφάκι
στα γόνατά σου να τριφτεί σαν άσπρο προβατάκι.
11. Ένιωθα πάνω μου βαθύς ο θόλος ν’ ανασαίνει
και τ’ άστρα ως να με χτένιζαν με σιντεφένιο χτένι,
12. Και πάλι η έρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, εσύ να λείπεις
κι ακόμα εγώ νάχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης
13. Σαν το λιοντάρι δυνατός, κ’ ήρεμος σαν πιτσούνι
κ’ η ανάσα σου ως αποσπερνό του κοπαδιού κουδούνι.
14. Και μόνο τα δυο μάτια μου σε παίρναν το κατόπι
σα δυο πιστά, πικρά σκυλιά που τάσκιαζαν οι ανθρώποι.
15. Το φύκι σπάει κι ο ωκεανός με σέρνει στα νερά του
κι ουδέ γνωρίζω τώρα ποιο το πάνου, ποιο το κάτου.
16. Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
Την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.
17. Την άχνα απ’ την ανάσα σου νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κ’ ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.
18. Πουλί μου, χίλιες δυο ζωές με σένανε με δένουν,
κι όσοι αγαπιούνται, και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν.
19. Να δεις, να πεις, να το χαρείς ακέριο τ’ όνειρό σου
να στέκεται ολοζώντανο κοντά σου, στο πλευρό σου.
20. Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιέ μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Γενικότερα, η σχέση μου με το Γιάννη Ρίτσο είναι παράξενη. Ας μη φανεί ιεροσυλία, αλλά μου γίνεται λίγο κουραστικός. Και τώρα που το έγραψα θα πρέπει να το δικαιολογήσω και μετά να το «διορθώσω», πράγμα δύσκολο, γιατί η πρώτη κουβέντα σηκώνει το βάρος των εντυπώσεων.
Λοιπόν, μου έρχεται στο μυαλό μια κουβέντα του Ηλία Πετρόπουλου, ο φλύαρος Γιάννης Ρίτσος γραφεί, το θυμάμαι, όταν το διάβασα μου φάνηκε ότι εξηγεί με τον πιο απλό και κατανοητό τρόπο την ποίηση του Ρίτσου. Ο ποιητής ερμηνεύει τον εαυτό του, δε μένει τίποτα να εννοήσεις ή να φωτίσεις με το δικό σου τρόπο, αυτό ένιωθα όταν τον πρωτοδιάβασα. Απουσιάζει η πυκνότητα των νοημάτων, των εικόνων και των συγκινήσεων. Αυτό βέβαια έχει και την άλλη πλευρά. Ο Ρίτσος δεν κρύφτηκε, στρατεύτηκε στον δικό του αγώνα και στην κομμουνιστική ιδεολογία. Η φιγούρα του στα μεταπολιτευτικά μπαλκόνια των συγκεντρώσεων του Κ.Κ.Ε ήταν παρούσα. Ο Ρίτσος χρέωσε με τιμιότητα όλη του τη ζωή στον αγώνα που πίστεψε, χρέωσε και την ποίησή του. Και είναι σπάνια μια τέτοια στάση στους καιρούς που σωπαίνουν οι ποιητές.
Ο Ρίτσος μάλλον δημιουργεί συγκίνηση της θλίψης που προκαλεί η κοινωνική αδικία, η αίσθησης του αδικημένου που τυραννιέται ενώ δικαιούται να χαίρεται. Αγωνίζεται για τις προϋποθέσεις της χαράς, αλλά η χαρά απουσιάζει από τους στίχους του. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της ποίησής του είναι φανερός και δε γίνεται να παραγνωριστεί, πολύ περισσότερο δε γίνεται να αποσιωπηθεί. Μέσα στους στίχους του βρίσκεται ο καθημερινός άνθρωπος που παλεύει για τη ζωή του. Απέναντι στην ελληνικότητα της αστικής ιδεολογίας ή τη λογοπαικτική διαφοροποίηση του ελληνισμού που διαμορφώνει ο Σεφέρης, ο Ρίτσος αντιτάσσει τη Ρωμιοσύνη του και συνδέει το μίτο των στίχων του με τα βαθύτερα λαϊκά στοιχεία του πολιτισμού. Μοιάζει σαν οι άλλοι να ντρέπονται για την αλήθεια αυτού του τόπου, την οποία ο Ρίτσος κάνει ποίηση ακόμα και στους τίτλους των έργων του: τρακτέρ, το τραγούδι της αδελφής μου, οι γειτονιές του κόσμου, η αρχιτεκτοική των δέντρων, οι γειτόνισσες και η θάλασσα, το παράθυρο, κάτω από τον ίσκιο του βουνού… Όμως, όλα αυτά ξεκινούν από θέση ήττας, αποπνέουν την αίσθηση ενός χαμένου παιχνιδιού που τους όρους του διαμορφώσαν άλλοι. Και ο Ρίτσος γίνεται συνώνυμο της σύγχρονης ιστορίας μας.