Η ιστορική συγκυρία των κειμένων είναι συνυφασμένη με την εξέλιξη της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που ξεκίνησε το 1976 και την αναγνώριση ή επιβολή της δημοτικής στην εκπαίδευση και στις υπόλοιπες εκφράσεις του Κράτους. Οι λέξεις «αναγνώριση» και «επιβολή» δείχνουν ακριβώς τις δύο διαφορετικές οπτικές που αναφέρθηκαν. Καθώς λοιπόν η μεταρρύθμιση δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, δεν είχε κάνει ούτε τον πρώτο εννιαετή κύκλο της υποχρεωτικής φοίτησης ενός παιδιού στο σχολείο, καθώς η διδασκαλία της δημοτικής αντιμετώπιζε τα προβλήματα που προέρχονταν κυρίως από το γεγονός ότι πρώτη φορά διδάσκονταν – αν εξαιρέσουμε τις βραχύχρονες μεταρρυθμίσεις του 1917 και 1964 – και μάλιστα μετά την δύσκολη περίοδο της δικτατορίας, καθώς η καθιέρωση της ως επίσημης γλώσσας της Πολιτείας είχε ακόμα νηπιακή ηλικία και έπρεπε να αντιμετωπίσει δυσκολίες όπως η νομική ιδιόλεκτος και η απόδοσή της στη νεοελληνική, εμφανίστηκε ο αντίλογος, η νοσταλγία του γλωσσικού παρελθόντος, η ενοχοποίηση της γλωσσικής εξέλιξης με την κατάδειξη των αδυναμιών και των αδόκιμων προσπαθειών να ανταποκριθεί η «επίσημη» πλέον δημοτική στα καθήκοντα της γλώσσας που υπηρετεί την εκπαίδευση και την εξουσία. Επίσης, πολλές φορές, η ιδεολογική υπεράσπιση των παλιότερων μορφών της γλώσσας σε βάρος της ομιλούμενης οδηγούσε σε στρέβλωση της γλωσσικής πραγματικότητας, για να αντλήσει αντεπιχειρήματα.
Τώρα, σχεδόν 25 χρόνια μετά, τα κείμενα αυτά έχουν εκτός από γλωσσολογική αξία και ιστορικό ενδιαφέρον. Οι νεοσυντηρητικές απόψεις κυριάρχησαν. Ενδεικτικά, επανήλθε η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στα Γυμνάσια. Οι εξελίξεις ακολούθησαν το πνεύμα των απόψεων που εκφράσανε κυρίως ο Γ. Μπαμπινιώτης και ο Γ. Καλιόρης. Έχει ενδιαφέρον να διαβάσει κάποιος τις κριτικές και τις διακηρύξεις, ώστε να τις συγκρίνει με τη σημερινή γλωσσική πραγματικότητα όπως εμπειρικά – έστω – την αντιλαμβάνεται. Πρώτο θέμα του βιβλίου είναι το ερώτημα αν υπάρχει γλωσσικό πρόβλημα σήμερα, ήταν το πρώτο θέμα και της ημερίδας.
Συγκεκριμένα, στο κείμενο του Γ. Μπαμπινιώτη βρίσκουμε τη διαπίστωση ότι η γλώσσα εξαιτίας της ξενομανίας που συνιστά και γλωσσική εξάρτηση ρυπαίνεται και αλλοιώνεται η ταυτότητά της (20), η ξενομανία αυτή αφήνει αφύλαχτο το κάστρο της γλωσσικής μας ρωμιοσύνης και αποτελεί Εφιάλτη που παραδίνει τη γλώσσα μας στο γλωσσικό οδοστρωτήρα των ξένων γλωσσών (27). Για την αντιμετώπιση της γλωσσικής υποβαθμίσεως, ανάμεσα στα άλλα, θα πρέπει να διδαχτεί και πάλι στα σχολεία ο αρχαίος ελληνικός λόγος. (37) εδώ βρίσκεται μια από τις εσκεμμένες στρεβλώσεις που ανέφερα.
Προφανώς ένας γλωσσολόγος ξέρει καλά ότι είναι διαφορετικό πράγμα ο λόγος (κοινωνικό παράγωγο, γενική υπερ-ατομική γλώσσα των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας 58) από ο,τι η γλώσσα που βέβαια ορίζεται πολυσύνθετα και δύσκολα 15, βασικά ως κύριο μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων 25. Ο λόγος είναι η εσωτερική συστηματική πλευρά της γλώσσας, η κατ’ εξοχήν γλώσσα 45 και είναι ενδιάθετος, πρόκειται για κώδικα που μαθαίνει το άτομο από τα πρώτα έτη της ηλικίας του ... και που διαρκώς συμπληρώνει και βελτιώνει 59. Εξωτερική εφαρμογή της γλώσσας αποτελεί η ομιλία 45 που είναι φωνούμενη και χωρίζεται σε προφορική και γραπτή 89. (Η παράγραφός αυτή βασίζεται στο βιβλίο του Γ. Μπαμπινιώτη, Θεωρητική Γλωσσολογία, Αθήνα 1980, το οποίο είναι εξελιγμένη μορφή της Εισαγωγής εις την Γενικήν Γλωσσολογίαν, εν Αθήναις 1974, του ιδίου. Οι χρονολογίες των βιβλίων είναι αυτές των οποίων την έκδοση έχω υπόψη μου. Και τα δύο χρησιμοποιήθηκαν ως πανεπιστημιακά συγγράμματα. Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες του πρώτου βιβλίου).
Τι εννοεί λοιπόν να διδαχτεί και πάλι στα σχολεία ο αρχαίος ελληνικός λόγος;
Στάθηκα στο Γ. Μπαμπινιώτη γιατί η ιστορία τον ανέδειξε επιφανέστερο από τους ομογνώμονες του. Να μην αδικήσω τους υπόλοιπους. Ο Γ. Καλιόρης ζητά ήδη από τον τίτλο μία ευρύχωρη δημοτική. Εκεί βρίσκω την παλιότερη καταγραφή της «λεξιπενίας» (41). Υπερασπίζεται την ονοματουργία των λογίων και της καθαρεύουσας που βαρύμοχθα πρόσφεραν στη γλώσσα πλήθος λέξεων (51). Και ίσως δε θα διαφωνούσε κάποιος, αλλά «στην καθαρεύουσα δημιουργήθηκαν μερικά από τα πιο υψηλά επιτεύγματα του λόγου, που ισάξιά τους η δημοτική δεν μπόρεσε ακόμα να δώσει». (51) ...
Ακολουθεί ο Ανδρέας Λεντάκης με ιστορική αναφορά στο γλωσσικό ζήτημα και την περιγραφή της σημερινής κατάστασης όπου μέμφεται τη δημοτικιστική ρυθμιστική επιβολή που επηρεάζει με διατάγματα τη γλώσσα κλπ.
Η άλλη οπτική εκφράζεται από το Β. Φόρη. Δηκτικός για όσους βλέπουν γλωσσικά λάθη μόνο στους άλλους, επισημαίνει ότι μόλις βγήκαμε από το χάος της διγλωσσίας και τονίζει τους παραλογισμούς της καθαρεύουσας και το αλληθώρισμα προς την αρχαία γλώσσα. Οι παρεμβάσεις των συνέδρων έχουν το δικό τους ενδιαφέρον καθώς απηχούν ένα γενικευμένο αντιμεταρρυθμιστικό κλίμα. Εξαίρεση σε αυτό είναι η παρέμβαση του Α. Μπελεζίνη.
Το δεύτερο θέμα είναι σχετικό με τη γλώσσα στην εκπαίδευση. Ο Μανόλης Ανδρόνικος εκφράζει με διαύγεια και με λακωνικό λόγο την πεποίθηση ότι η καθιέρωση της δημοτικής από την πολιτεία ήταν νομοτελειακή συνέπεια ιστορικών αιτιών. Η καθαρεύουσα δέχτηκε το τελειωτικό της χτύπημα από τη γλώσσα των συνταγματαρχών που τη γελοιοποίησαν άθελα τους. Η γλωσσική μεταρρύθμιση βρίσκεται ακόμα στα πρώτα της βήματα καθώς τη δημοτική διδάσκουν δάσκαλοι που δεν την έχουν διδαχτεί οι ίδιοι. Αναδεικνύει την πολιτική διάσταση των εκπαιδευτικών ζητημάτων και το καίριο ζήτημα να αγαπήσουν οι νέοι τη γλώσσα τους.
Ο Δ. Τομπαΐδης εξετάζει περισσότερο πρακτικά προβλήματα που έχει η διδασκαλία της δημοτικής στο σχολείο, πώς αντιμετωπίζονται και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν καλύτερα.
Στον αντίποδα ο Κ. Γεωργουσόπουλος. Με θολό σκεπτικό που παρουσιάζεται κριτικό προς όλες τις κατευθύνσεις γίνεται σαφής στο τέλος όταν διατυπώνεται την κρίση ότι χωρίς την αρχαία και μεσαιωνική φάση της γλώσσας μας δεν μπορούμε να διδάξουμε γλώσσα στο σχολειό. Και, επίσης, όταν υποθέτει ότι το 2010 αν μία πολιτική εξουσία θεσπίσει ως γλώσσα της εκπαίδευση τη γλώσσα της βιογραφίας του Βαμβακάρη (!) θα μείνει έξω από την εκπαίδευση ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Ταχτσής κλπ (!).
Ο Τάσος Λιγνάδης, τέλος, εστιάζει στην ανάγκη επαναφοράς της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο. Προφανώς ως Αρχαία Ελληνικά εννοεί μόνο τη διδασκαλία τους στην πρωτότυπη γλώσσα. Απαξιώνει τη μετάφραση τους, θεωρεί την ηλικία των 12 -15 ετών ως την προσφορότερη και ζητά μία παιδεία που θα στον Έλληνα πολίτη πρώτα από όλα την συνείδηση της ιθαγένειάς του.
Ιδιαίτερη αξία έχει η άμεση παρέμβαση του Ανδρόνικου που αξίζει να παρατεθεί.
Το γενικό κλίμα επιβεβαιώνεται και πάλι προς την ίδια αντιμεταρρυθμιστική κατεύθυνση. Ανάμεσα στις παρεμβάσεις είναι και του Ταχτσή που ζητά «ούτε καθαρεύουσα, ούτε δημοτική, αλλά μια νεοελληνική που να τα περιέχει λίγο –πολύ όλα». Πέρα από αυτό είναι ίσως μια αυθεντική ιδιόμορφη οπτική ενός ιδιόμορφου λογοτέχνη.
Ανδρόνικος και Τομπαΐδης προχωρούν σε δευτερολογίες στις οποίες τα λεγόμενά τους μάλλον δείχνουν την ψυχαναγκαστική επίδραση της μαζικής αντιμεταρρυθμιστικής ιδεοληψίας που κυριαρχεί.
Τρίτο θέμα: γλώσσα και πολιτική, γλώσσα και πολιτισμός. Ο Μάριος Πλωρίτης διεισδυτικός και κριτικός φροντίζει να κρατήσει ίσες αποστάσεις. Το κείμενό του είναι από τα ενδιαφέροντα και τεκμηριωμένα κείμενα το βιβλίου.
Ο Δ. Μαρωνίτης γίνεται περισσότερο πολιτικός προσπαθώντας να εξηγήσει και να κατηγοριοποιήσει όσους αντιδρούν και κινδυνολογούν. Ξεκινά από την επισήμανση ότι είναι αναγκαία η ιστορική προσέγγιση του ζητήματος και ότι για πρώτη φορά η δημοτική γίνεται γλώσσα της εξουσίας. Επιτίθεται στο Γλωσσικό Όμιλο και κάνει τη διαπίστωση ότι στα χρόνια της δικτατορίας όπου η γλώσσα δεινοπαθούσε δε θα μπορούσε να γιορτάσει τα γενέθλιά του. Εντοπίζει επτά αιτίες που εξηγούν την καταγγελία εναντίον της «εξουσιαστικής δημοτικής». Τα συμφραζόμενα στο κείμενο το Μαρωνίτη είναι πολλά. Ζητά σαφώς να αναγνωριστεί γενναία το πολιτικό, πολιτιστικό και ιδεολογικό φορτίο της γλώσσας και να ομολογήσουν όλοι με ποιο συγκεκριμένο πολιτικό και ιδεολογικό οπλισμό προτείνουν να ξεπεραστεί η κρίση της δημοτικής γλώσσας.
Η παρουσία του Δ. Σαββόπουλου εντυπωσίασε, αλλά επέσυρε και έντονη κριτική και ο Σ. Ράμφος προσέγγισε με το δικό του ιδεολογικό και θρησκευτικό τρόπο τα γλωσσικά ζητήματα. Ουσιαστικότερη γλωσσολογική αξία έχουν οι παρεμβάσεις που ακολουθούν. Ο Κ. Ζουράρις που αυταναγορεύεται ως περίπου αρμόδιος να κρίνει την εγκυρότητα των απόψεων που άπτονται της πολιτικής επιστήμης. Ο Β. Φόρης που αποδομεί την παρουσίαση του Σαββόπουλου κλπ. Τα πνεύματα είναι μάλλον οξυμμένα. Ο Μπελεζίνης σαρκάζει ζητώντας να τον καλέσουν να αναλύσει μουσικά και θεολογικά θέματα (που προφανώς αγνοεί, υπονοώντας την ακαταλληλότητα του Σαββόπουλου και του Ράμφου να μιλήσουν για γλωσσικά ζητήματα). Ο Φωστιέρης μιλά για κρατική επιβολή του μονοτονικού αντιστρέφοντας την ιστορική πραγματικότητα, κάτι που δεν αφήνει ασχολίαστο ο Πλωρίτης. Ο Μαρωνίτης χαρακτηρίζει αυτό που έδωσε ο Σαββόπουλος επιστημονικοφανή φάρσα και αντιπαραθέτει στο Μπαμπινιώτη την ανάγκη να τεθεί το ζήτημα με όλα τα «υπονοούμενά» του και αρνείται στο Ζουράρι την αξίωση να αντιμετωπιστεί η γλώσσα ως ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο όπως ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο δεν είναι ούτε ο ελληνικός λαός. Ο Σαββόπουλος θα επανέλθει, το ίδιο και ο Ράμφος.
Και όλα γίναν ιστορία, μία ενδιαφέρουσα και επίκαιρη ιστορία...