Το βιβλίο μου δημιούργησε αντίθετα συναισθήματα. Το χάρηκα
για τη διαύγεια, την πολύπλευρη προσέγγιση, τη σαφήνεια των νοημάτων και της
οπτικής του. Από την άλλη με στενοχώρησε η αναγκαιότητα τέτοιων κειμένων.
Όσα καταγράφονται μοιάζουν λογικά αυτονόητα, όμως ο γλωσσικός
νεοσυντηρητισμός επιβάλει τις στρεβλώσεις του και γίνεται κυρίαρχος ως
ιδεολογία που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την πρακτική. Ο Γιάννης Χάρης
στην εισαγωγή διαπιστώνει ότι οι μύθοι αυτοί όταν δεν αποτελούν συγκροτημένη
ιδεολογία εξαπλώνονται εξαιτίας συγκινησιακών παραγόντων και δεσμών. Τα
κείμενα αυτά είναι όπλα απέναντι σε αυτές τις στρεβλώσεις.
1. Η αρχαία ελληνική μυθοποιείται και ανάγεται σε πρότυπο και αξιολογικό μέτρο σύγκρισης με τη νεοελληνική. Αυτό γίνεται με την ταύτιση γλώσσας και γραμματείας. Δηλαδή μια υψηλή γλώσσα παράγει υψηλά έργα. Όμως γλώσσα και γραμματεία (λογοτεχνική παραγωγή κλπ) δεν ταυτίζονται.
2. Η φορμαλιστική αντίληψη της ετυμολογίας στοχεύει να παρουσιάσει την ελληνική γλώσσα ως ενιαία, ακόμα και, από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα. Αυτό όμως που συμβαίνει και αποσιωπάται είναι ότι έχουμε επανεισαγωγή λέξεων δηλαδή δάνεια από την αρχαία γλώσσα για να αποδοθούν νεότερες ευρωπαϊκές έννοιες – δάνεια. Αυτό που ονομάζεται δισυπόστατος δανεισμός. Κατά τον τρόπο αυτό οι λέξεις απομακρύνονται από την αρχική τους σημασία και η εκμάθηση των αρχαίων γίνεται δυσκολότερη για τους νεοέλληνες. Άλλη μια στρέβλωση της προσπάθειας να αναχθεί η νεοελληνική στην αρχαία και να συντηρηθεί το ιδεολόγημα και η ψευδής εικόνα προέλευσης του λεξιλογίου από την αρχαία γλώσσα.
3. Η δημοτική γλώσσα είναι αυτόνομη και πλήρης ως εργαλείο και είναι παράλογη η επιχειρούμενη εξάρτησή της από την αρχαία. Δε χρειάζεται να ξέρει κάποιος αρχαία ελληνικά για να μιλήσει ή να μελετήσει τη νεοελληνική. Η εξάρτηση της ομιλούμενης γλώσσας από την αρχαία έχει την εξήγησή της στις προκαταλήψεις και τους προϊδεασμούς που αναπτύχθηκαν μέσα στην ιστορία. Ο αττικισμός, η αντίληψη φθοράς και παρακμής της γλώσσας που απομακρύνεται από το αρχαίο πρότυπο, η καθαρεύουσα. (και… «η καλλιέργεια – στην εκπαίδευση – της αρχαιογνωσίας (γλωσσικής και άλλης) θα αποκτήσει νόημα – για το παρόν – μόνο εάν απαλλαγεί από τον προσκυνηματικό φορμαλισμό με τον οποίο έχει ιστορικά συνδεθεί».)
4. Σχετικά με τη φθορά και την αλλοίωση της γλώσσας η ψύχραιμη και επιστημονική ματιά διαπιστώνει ότι αυτή ακριβώς η εξέλιξη της γλώσσας είναι η δύναμή της. Είναι το χαρακτηριστικό της εκείνο που την καθιστά το μόνο κοινωνικό φαινόμενο που αντέχει στο χρόνο. Η γλώσσα αναγκαστικά αλλάζει επειδή πρέπει να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες επικοινωνίας. Ενδιαφέρον έχει να μελετήσουμε πώς εμφανίζεται η παράλογη θρηνητική αντίληψη στην κοινωνία ότι έχουμε παρακμ΄η και κίνδυνο εξαφάνισης της γλώσσας.
5. Τα λάθη στη χρήση της γλώσσας πολλές φορές δεν είναι κάτι τόσο τραγικό, όσο παρουσιάζεται. Πολλές φορές η αιτία βρίσκεται στις συνθήκες έκφρασης και δε σημαίνει άγνοια της γλώσσας. Άλλες φορές, κάποια από αυτά είναι εντός του γλωσσικού συστήματος (έτρεξα το πρόγραμμα, διέρρευσε την είδηση, πιο καλύτερα). Η μελέτη αυτών των λαθών μπορεί να βοηθήσει την καλύτερη κατανόηση του γλωσσικού συστήματος.
6. Κάθε ομιλούμενη γλώσσα δανείζεται λέξεις από άλλες γλώσσες. Αυτό δεν είναι σημάδι φθοράς ή παρακμής, ούτε αλλοίωσης των δομών της. Η αγγλική δανείστηκε από τη γαλλική περίπου το 60% των λέξεών της. Αυτό δεν την αλλοίωσε ώστε να καταταχθεί και αυτή στης ρομανικές γλώσσες. Αν η ελληνική περιέχει σε ποσοστό 5% λέξεις δάνεια από την αγγλική αυτό εξηγείται από την πολιτική και οικονομική κυριαρχία των αγγλόγλωσσων κρατών η οποία προηγείται της γλωσσικής κυριαρχίας.
7. Η «γλώσσα των νέων» που επαναλαμβανόμενα γίνεται αντικείμενο κριτικής και φοβικών διαπιστώσεων είναι κάτι που σαφώς συνιστά πλούτο της ελληνικής. Και πολύ απλά: η «γλώσσα των νέων» δεν είναι τα ελληνικά των νέων αλλά μία γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιείται συγκυριακά.
8. Σχετικά με την ιστορική ορθογραφία, είναι φανερό ότι ορθογραφικό λάθος δεν υπάρχει στις γλώσσες που υιοθετούν φωνητικό σύστημα γραφής. Η γραφή της νεοελληνικής χαρακτηρίζεται από δύσκολους κανόνες και παραλογισμούς (όπως ο τονισμός συμφώνου π.χ αύριο). Τα αιτήματα απλοποίησης της γραφής συναντούν αντιδράσεις κυρίως εξαιτίας της εσφαλμένης ταύτισης γλώσσας και γραφής. Η ιστορική ορθογραφία δεν είναι ιερή αλλά σχετική και συζητήσιμη. Ακόμα και οι υπερασπιστές του πολυτονικού συστήματος έχουν εξοβελίσει τη βαρεία… (μπορείτε μα βρείτε το άρθρο ΕΔΩ)
9. Η προτεραιότητα του γραπτού λόγου ουσιαστικά τονίζεται για να αποφευχθεί η ταύτιση γλώσσας και γραπτού λόγου ο οποίος παρέχει μια σταθερή οπτική εικόνα της γλώσσας. Επίσης επιτρέπει την τυποποίησή της και τη σύνταξη γραμματικών και λεξικών. Στην ουσία γραφή και φωνή είναι δύο διαφορετικά «μέσα» της γλώσσας που σε πολλές περιπτώσεις εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες.
10. Η αξιολογική κατάταξη των γλωσσών δεν είναι δυνατή. Όπως δεν υπάρχουν ανώτερες φυλές, έτσι δεν υπάρχουν και ανώτερες γλώσσες. Υπάρχουν διαπιστωμένα χαρακτηριστικά για κάθε γλώσσα. Έτσι κάθε γλώσσα καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες της κοινότητας που τη χρησιμοποιεί, ανεξάρτητα από πολιτισμικό επίπεδο είναι εξίσου πολύπλοκη και εξελιγμένη, βασίζεται σε συνδυασμό μονάδων – ήχων χωρίς νόημα και οργανώνεται με κανόνες και νόμους. Οι διαφορές διαπιστώνονται ως προς το λεξιλόγιο, αλλά κάθε γλώσσα έχει τους παραγωγικούς μηχανισμούς για να αναπτύξει και να δημιουργήσει λεξιλόγιο αν αυτό χρειαστεί.
Ξαφνιάζουν ευχάριστα τα αποσπάσματα από κείμενα του Εμμανουήλ Ροΐδη που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου. (Τα κείμενα που αποτελούν το βιβλίο είχαν δημοσιευτεί στη εφημερίδα Τα Νέα στις 16 Σεπτεμβρίου 2000)
1. Η αρχαία ελληνική μυθοποιείται και ανάγεται σε πρότυπο και αξιολογικό μέτρο σύγκρισης με τη νεοελληνική. Αυτό γίνεται με την ταύτιση γλώσσας και γραμματείας. Δηλαδή μια υψηλή γλώσσα παράγει υψηλά έργα. Όμως γλώσσα και γραμματεία (λογοτεχνική παραγωγή κλπ) δεν ταυτίζονται.
2. Η φορμαλιστική αντίληψη της ετυμολογίας στοχεύει να παρουσιάσει την ελληνική γλώσσα ως ενιαία, ακόμα και, από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα. Αυτό όμως που συμβαίνει και αποσιωπάται είναι ότι έχουμε επανεισαγωγή λέξεων δηλαδή δάνεια από την αρχαία γλώσσα για να αποδοθούν νεότερες ευρωπαϊκές έννοιες – δάνεια. Αυτό που ονομάζεται δισυπόστατος δανεισμός. Κατά τον τρόπο αυτό οι λέξεις απομακρύνονται από την αρχική τους σημασία και η εκμάθηση των αρχαίων γίνεται δυσκολότερη για τους νεοέλληνες. Άλλη μια στρέβλωση της προσπάθειας να αναχθεί η νεοελληνική στην αρχαία και να συντηρηθεί το ιδεολόγημα και η ψευδής εικόνα προέλευσης του λεξιλογίου από την αρχαία γλώσσα.
3. Η δημοτική γλώσσα είναι αυτόνομη και πλήρης ως εργαλείο και είναι παράλογη η επιχειρούμενη εξάρτησή της από την αρχαία. Δε χρειάζεται να ξέρει κάποιος αρχαία ελληνικά για να μιλήσει ή να μελετήσει τη νεοελληνική. Η εξάρτηση της ομιλούμενης γλώσσας από την αρχαία έχει την εξήγησή της στις προκαταλήψεις και τους προϊδεασμούς που αναπτύχθηκαν μέσα στην ιστορία. Ο αττικισμός, η αντίληψη φθοράς και παρακμής της γλώσσας που απομακρύνεται από το αρχαίο πρότυπο, η καθαρεύουσα. (και… «η καλλιέργεια – στην εκπαίδευση – της αρχαιογνωσίας (γλωσσικής και άλλης) θα αποκτήσει νόημα – για το παρόν – μόνο εάν απαλλαγεί από τον προσκυνηματικό φορμαλισμό με τον οποίο έχει ιστορικά συνδεθεί».)
4. Σχετικά με τη φθορά και την αλλοίωση της γλώσσας η ψύχραιμη και επιστημονική ματιά διαπιστώνει ότι αυτή ακριβώς η εξέλιξη της γλώσσας είναι η δύναμή της. Είναι το χαρακτηριστικό της εκείνο που την καθιστά το μόνο κοινωνικό φαινόμενο που αντέχει στο χρόνο. Η γλώσσα αναγκαστικά αλλάζει επειδή πρέπει να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες επικοινωνίας. Ενδιαφέρον έχει να μελετήσουμε πώς εμφανίζεται η παράλογη θρηνητική αντίληψη στην κοινωνία ότι έχουμε παρακμ΄η και κίνδυνο εξαφάνισης της γλώσσας.
5. Τα λάθη στη χρήση της γλώσσας πολλές φορές δεν είναι κάτι τόσο τραγικό, όσο παρουσιάζεται. Πολλές φορές η αιτία βρίσκεται στις συνθήκες έκφρασης και δε σημαίνει άγνοια της γλώσσας. Άλλες φορές, κάποια από αυτά είναι εντός του γλωσσικού συστήματος (έτρεξα το πρόγραμμα, διέρρευσε την είδηση, πιο καλύτερα). Η μελέτη αυτών των λαθών μπορεί να βοηθήσει την καλύτερη κατανόηση του γλωσσικού συστήματος.
6. Κάθε ομιλούμενη γλώσσα δανείζεται λέξεις από άλλες γλώσσες. Αυτό δεν είναι σημάδι φθοράς ή παρακμής, ούτε αλλοίωσης των δομών της. Η αγγλική δανείστηκε από τη γαλλική περίπου το 60% των λέξεών της. Αυτό δεν την αλλοίωσε ώστε να καταταχθεί και αυτή στης ρομανικές γλώσσες. Αν η ελληνική περιέχει σε ποσοστό 5% λέξεις δάνεια από την αγγλική αυτό εξηγείται από την πολιτική και οικονομική κυριαρχία των αγγλόγλωσσων κρατών η οποία προηγείται της γλωσσικής κυριαρχίας.
7. Η «γλώσσα των νέων» που επαναλαμβανόμενα γίνεται αντικείμενο κριτικής και φοβικών διαπιστώσεων είναι κάτι που σαφώς συνιστά πλούτο της ελληνικής. Και πολύ απλά: η «γλώσσα των νέων» δεν είναι τα ελληνικά των νέων αλλά μία γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιείται συγκυριακά.
8. Σχετικά με την ιστορική ορθογραφία, είναι φανερό ότι ορθογραφικό λάθος δεν υπάρχει στις γλώσσες που υιοθετούν φωνητικό σύστημα γραφής. Η γραφή της νεοελληνικής χαρακτηρίζεται από δύσκολους κανόνες και παραλογισμούς (όπως ο τονισμός συμφώνου π.χ αύριο). Τα αιτήματα απλοποίησης της γραφής συναντούν αντιδράσεις κυρίως εξαιτίας της εσφαλμένης ταύτισης γλώσσας και γραφής. Η ιστορική ορθογραφία δεν είναι ιερή αλλά σχετική και συζητήσιμη. Ακόμα και οι υπερασπιστές του πολυτονικού συστήματος έχουν εξοβελίσει τη βαρεία… (μπορείτε μα βρείτε το άρθρο ΕΔΩ)
9. Η προτεραιότητα του γραπτού λόγου ουσιαστικά τονίζεται για να αποφευχθεί η ταύτιση γλώσσας και γραπτού λόγου ο οποίος παρέχει μια σταθερή οπτική εικόνα της γλώσσας. Επίσης επιτρέπει την τυποποίησή της και τη σύνταξη γραμματικών και λεξικών. Στην ουσία γραφή και φωνή είναι δύο διαφορετικά «μέσα» της γλώσσας που σε πολλές περιπτώσεις εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες.
10. Η αξιολογική κατάταξη των γλωσσών δεν είναι δυνατή. Όπως δεν υπάρχουν ανώτερες φυλές, έτσι δεν υπάρχουν και ανώτερες γλώσσες. Υπάρχουν διαπιστωμένα χαρακτηριστικά για κάθε γλώσσα. Έτσι κάθε γλώσσα καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες της κοινότητας που τη χρησιμοποιεί, ανεξάρτητα από πολιτισμικό επίπεδο είναι εξίσου πολύπλοκη και εξελιγμένη, βασίζεται σε συνδυασμό μονάδων – ήχων χωρίς νόημα και οργανώνεται με κανόνες και νόμους. Οι διαφορές διαπιστώνονται ως προς το λεξιλόγιο, αλλά κάθε γλώσσα έχει τους παραγωγικούς μηχανισμούς για να αναπτύξει και να δημιουργήσει λεξιλόγιο αν αυτό χρειαστεί.
Ξαφνιάζουν ευχάριστα τα αποσπάσματα από κείμενα του Εμμανουήλ Ροΐδη που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου. (Τα κείμενα που αποτελούν το βιβλίο είχαν δημοσιευτεί στη εφημερίδα Τα Νέα στις 16 Σεπτεμβρίου 2000)