Ο Σιμενόν στήνει μια πλοκή με κοινωνικές προεκτάσεις. Στη σελίδα 39
διαπιστώνουμε ότι η σερβιτόρα, ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, αλλά και
ανώνυμες εργάτριες γίνονται θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης από την
ευκατάστατη παρέα του καφέ Αμιράλ. Στη σελίδα 98 «Οι ψαράδες είχαν
συγκινηθεί λιγότερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό από το δράμα που παιζόταν γύρω
από το ξενοδοχείο Αμιράλ... Οι μικροί, οι εργάτες, οι ψαράδες δεν
πολυσυγκινούνται και μάλιστα είναι ευχαριστημένοι μ’ αυτά που συμβαίνουν.
Γιατί ο γιατρός...»
Η κοινωνική διάσταση του εγκλήματος που τρομάζει τους μεγαλοαστούς που «στα γλέντια τους ασελγούσαν με τις κοπελίτσες του εργοστασίου» ευχαριστεί τους απλούς ανθρώπους, αυτούς που δε τολμούν να πουν κουβέντα. Η ανεργία σμπώχνει (σελ. 99) τις κοπέλες σ’ αυτούς που συμπεριφέρονται «λες και η πόλη τους ανήκε». Οι περιγραφές των σπιτιών του γιατρού και του δημάρχου οξύνουν την αίσθηση της κοινωνικής ανισότητας. Σε μια πόλη που πολλοί δρόμοι της γίνονται μαύρη λάσπη όταν βρέχει.
Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η ιστορία και οι απόπειρες που προκαλούν το φόβο (κυρίως στο γιατρό Μισού) δεν αγγίζουν τον απλό κόσμο της πόλης. Αυτός δεν έχει λόγο να φοβάται. Ο συγγραφέας μας προϊδεάζει συχνά για την αποκάλυψη του παζλ.
Στη σελίδα 111 «Είναι εύκολη η περιφρόνηση των δυνατών προς τους δειλούς... όμως θα έπρεπε να ενδιαφέρονται να μάθουν τα πραγματικά αίτια της δειλίας...» Τα πραγματικά αίτια είναι και η λύση του μυστηρίου.
Μια υπόθεση λαθρεμπορίου όπου το θύμα είναι ο χρεωμένος απλός άνθρωπος που η ανάγκη τον οδηγεί στην παρανομία, σ’ ένα παιχνίδι του οποίου τους όρους θέτουν οι ισχυροί. Αυτοί που μάλιστα μπορούν να παίζουν διπλό παιχνίδι υπηρετώντας το νόμο και ταυτόχρονα παραβιάζοντάς τον κατά το συμφέρον τους..
Η δράση εμφανώς τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Η αναφορά στην ποτοαπαγόρευση στην Αμερική είναι μια ένδειξη. Επίσης οι αναφορές σε υλικές συνθήκες που βρίσκονται διάσπαρτες στο βιβλίο (όπως πλεούμενα με πανιά και κουπιά). Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1931 όπως πληροφορούμαστε από τα στοιχεία της έκδοσης.
Ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον έχουμε στις περιγραφές του καφενείου Αμιράλ (σελ. 32) «μια στενόμακρη αίθουσα μάλλον θλιβερή, με μαρμάρινα τραπεζάκια και ροκανίδια στο πάτωμα...» και στη σελ. 31 «Γύρω από τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες απλωνόταν ο καπνός των τσιγάρων. Η πράσινη τσόχα του μπιλιάρδου φαινόταν σα μαδημένο γρασίδι. Στο πάτωμα υπήρχαν γόπες από πούρα, φλέματα μέσα στα ροκανίδια»
Οι εκδόσεις Άγρα καθαγιάζουν αυτό που κάποτε ήταν «φτηνή αστυνομική λογοτεχνία» που βρίσκαμε σε, τύπου βίπερ, εκδόσεις τσέπης.
Η κοινωνική διάσταση του εγκλήματος που τρομάζει τους μεγαλοαστούς που «στα γλέντια τους ασελγούσαν με τις κοπελίτσες του εργοστασίου» ευχαριστεί τους απλούς ανθρώπους, αυτούς που δε τολμούν να πουν κουβέντα. Η ανεργία σμπώχνει (σελ. 99) τις κοπέλες σ’ αυτούς που συμπεριφέρονται «λες και η πόλη τους ανήκε». Οι περιγραφές των σπιτιών του γιατρού και του δημάρχου οξύνουν την αίσθηση της κοινωνικής ανισότητας. Σε μια πόλη που πολλοί δρόμοι της γίνονται μαύρη λάσπη όταν βρέχει.
Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η ιστορία και οι απόπειρες που προκαλούν το φόβο (κυρίως στο γιατρό Μισού) δεν αγγίζουν τον απλό κόσμο της πόλης. Αυτός δεν έχει λόγο να φοβάται. Ο συγγραφέας μας προϊδεάζει συχνά για την αποκάλυψη του παζλ.
Στη σελίδα 111 «Είναι εύκολη η περιφρόνηση των δυνατών προς τους δειλούς... όμως θα έπρεπε να ενδιαφέρονται να μάθουν τα πραγματικά αίτια της δειλίας...» Τα πραγματικά αίτια είναι και η λύση του μυστηρίου.
Μια υπόθεση λαθρεμπορίου όπου το θύμα είναι ο χρεωμένος απλός άνθρωπος που η ανάγκη τον οδηγεί στην παρανομία, σ’ ένα παιχνίδι του οποίου τους όρους θέτουν οι ισχυροί. Αυτοί που μάλιστα μπορούν να παίζουν διπλό παιχνίδι υπηρετώντας το νόμο και ταυτόχρονα παραβιάζοντάς τον κατά το συμφέρον τους..
Η δράση εμφανώς τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Η αναφορά στην ποτοαπαγόρευση στην Αμερική είναι μια ένδειξη. Επίσης οι αναφορές σε υλικές συνθήκες που βρίσκονται διάσπαρτες στο βιβλίο (όπως πλεούμενα με πανιά και κουπιά). Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1931 όπως πληροφορούμαστε από τα στοιχεία της έκδοσης.
Ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον έχουμε στις περιγραφές του καφενείου Αμιράλ (σελ. 32) «μια στενόμακρη αίθουσα μάλλον θλιβερή, με μαρμάρινα τραπεζάκια και ροκανίδια στο πάτωμα...» και στη σελ. 31 «Γύρω από τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες απλωνόταν ο καπνός των τσιγάρων. Η πράσινη τσόχα του μπιλιάρδου φαινόταν σα μαδημένο γρασίδι. Στο πάτωμα υπήρχαν γόπες από πούρα, φλέματα μέσα στα ροκανίδια»
Οι εκδόσεις Άγρα καθαγιάζουν αυτό που κάποτε ήταν «φτηνή αστυνομική λογοτεχνία» που βρίσκαμε σε, τύπου βίπερ, εκδόσεις τσέπης.