Πρόκειται για δυο διεισδυτικά πολιτικά
δοκίμια που καταγράφουν κριτικά και αναλύουν με κοινωνιολογική και ιστορική
ματιά ένα συγκεκριμένο σύμβολο και μια αφηρημένη έννοια, τα οποία καθορίζουν
την σημερινή πραγματικότητα.
Ο Ιωακείμογλου εστιάζει στην ελληνική
πραγματικότητα και στην αφηρημένη και δύσκολα προσδιορίσιμη έννοια του έθνους.
Το κείμενό του επανέρχεται στον ίδιο κριτικό άξονα που θεωρεί το έθνος
δημιούργημα των νεότερων ιστορικών συνθηκών και της εθνικιστικής ιδεολογίας.
Αυτή η επανάληψη σκέψεων, που ήδη έχουν διατυπωθεί, μπορεί να μας οδηγήσει στο
συμπέρασμα ότι πρόκειται για κείμενο προχειρογραμμένο και ανεπεξέργαστο. Ή
μήπως αποτελεί χαρακτηριστικό διαλεκτικής σκέψης που καθορίζει και τη δομή του
λόγου, έτσι ώστε να διαφαίνεται διαρκώς ή αφετηρία της κριτικής;
Η Τριανταφύλλου γράφει για την
αμερικανική σημαία και αναλύει τους συμβολισμούς και τη λειτουργία της
αποφεύγοντας το σκόπελο να μιλήσει άμεσα για τα δικά μας. Η αμερικανική
ιστορία είναι κάτι που γνωρίζει καλά, αφού είναι διδάκτωρ αμερικανικής
ιστορίας. Τα πολυσχιδή ενδιαφέροντά της είναι αξιοπερίεργα, τουλάχιστον. Από
τη φαρμακευτική και τη γαλλική φιλολογία ως τις μεταφράσεις και τη συγγραφή. Ο
δοκιμιακός κριτικός λόγος είναι καινούρια έκφραση των ανησυχιών της.
Τα δυο κείμενα συγκλίνουν. Πώς φτάνουμε
στο σημείο ένα σύμβολο να είναι τόσο φορτισμένο συναισθηματικά, ώστε να
προκαλεί συγκινήσεις ακόμα και δάκρυα μόνο στη θέασή του; Πώς ένα πανί αποκτά
εκείνα το ιδεολογικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά που το ιεροποιούν; Πώς ο
εθνικισμός κατασκευάζει το έθνος και διαμορφώνει την ψευδαίσθηση ότι συμβαίνει
το αντίθετο; Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι το σύγχρονο κράτος δημιουργεί την
έννοια του έθνους και του λαού γιατί απαιτεί έναν ομογενοποιημένο πληθυσμό ο
οποίος χαρακτηρίζεται και προσδιορίζεται κοινά και αναγνωρίσιμα.
Αυτή η προσέγγιση είναι διαφορετική από
την κυρίαρχη. Αξιοποιεί τη μαρξιστική και διαλεκτική σκέψη για την ιστορία. Η
αστική τάξη κατέχει την εξουσία και έχει τη δύναμη και τους μηχανισμούς να
παράγει την εθνικιστική ιδεολογία ή ηπιότερους εθνικισμούς που γίνονται η
ψυχοκοινωνική βάση για τη συγκρότηση των εθνών. Η σκέψη των συγγραφέων θυμίζει
τη σχολή της Φρανκφούρτης που συνδύασε τη σκέψη του Μαρξ και την ψυχαναλυτική
διείσδυση του Φρόιντ.
Έτσι, οι κοινωνικές δομές και το ιστορικό
γίγνεσθαι, όπως καθορίζονται από τις υλικές δυνάμεις και τις σχέσεις που αυτές
καθορίζουν, αντανακλώνται στη συνείδηση η οποία διαμορφώνεται ψευδώς και
παράγει ιδεολογία. Με τη συνεισφορά της ψυχολογίας ερμηνεύονται κριτικά τα
φαινόμενα της ιεροποίησης και της συναισθηματικής επένδυσης των συμβόλων όπως
η σημαία. Η σημαία αποτελεί το συγκεκριμένο υλικό σύμβολο της αφηρημένης ιδέας
του έθνους.