Βιβλίο που έχει κάτι να πει. Σε αντίθεση με πολλά που αναρωτιέσαι γιατί
γράφτηκαν. Εδώ η αιτία είναι σαφής. Είναι αυτός ο πόνος της σάρκας που ο
συγγραφέας αναφέρει στον πρόλογό του στη δεύτερη έκδοση.
Και μέσα στις σελίδες του κάθε λέξη μπορεί να κουβαλά το φορτίο του πόνου που της αναλογεί. Συνήθως αυτά τα βιβλία της γενιάς του ’30 τα σχολιάζει η γραμματεία μας αλλά λίγο μας αγγίζουν. Εδώ πρόκειται για κάτι που ξεφεύγει από το χρόνο και το χώρο. Μια ιστορία που αυτονομείται και βλέπει τον άνθρωπο στην ουσιώδη καθημερινή προσπάθειά του να ζήσει. Ο τίτλος μοιάζει κι αυτός να εμπεριέχει την πραγματική σημασία των σελίδων, αυτό το κοινό σημείο των απρόσωπων σωμάτων που υποφέρουν, υπο – φέρουν και μετα – φέρουν.
Δεν είναι λοιπόν μόνο τα «Τάγματα Εργασίας» και η Ανατολία που κάνουν ενδιαφέρον αυτό το βιβλίο. Περισσότερο είναι το γυμνό σώμα που αναδεικνύεται ιερό.
Μπορεί έτσι η ανάγνωση να γίνει σε δύο επίπεδα, πρώτο το εύκολο το ιστορικό. Δεύτερο και ίσως σημαντικότερο το «ανθρώπινο», χωρίς όμως μεταφυσικές ερμηνείες, χωρίς τη διάθεση να ξεχωρίσουμε τον άνθρωπο απ’ ότι ζει. Εδώ ίσως κρύβεται – φανερώνεται η πραγματική αγάπη.
Και μέσα στις σελίδες του κάθε λέξη μπορεί να κουβαλά το φορτίο του πόνου που της αναλογεί. Συνήθως αυτά τα βιβλία της γενιάς του ’30 τα σχολιάζει η γραμματεία μας αλλά λίγο μας αγγίζουν. Εδώ πρόκειται για κάτι που ξεφεύγει από το χρόνο και το χώρο. Μια ιστορία που αυτονομείται και βλέπει τον άνθρωπο στην ουσιώδη καθημερινή προσπάθειά του να ζήσει. Ο τίτλος μοιάζει κι αυτός να εμπεριέχει την πραγματική σημασία των σελίδων, αυτό το κοινό σημείο των απρόσωπων σωμάτων που υποφέρουν, υπο – φέρουν και μετα – φέρουν.
Δεν είναι λοιπόν μόνο τα «Τάγματα Εργασίας» και η Ανατολία που κάνουν ενδιαφέρον αυτό το βιβλίο. Περισσότερο είναι το γυμνό σώμα που αναδεικνύεται ιερό.
Μπορεί έτσι η ανάγνωση να γίνει σε δύο επίπεδα, πρώτο το εύκολο το ιστορικό. Δεύτερο και ίσως σημαντικότερο το «ανθρώπινο», χωρίς όμως μεταφυσικές ερμηνείες, χωρίς τη διάθεση να ξεχωρίσουμε τον άνθρωπο απ’ ότι ζει. Εδώ ίσως κρύβεται – φανερώνεται η πραγματική αγάπη.
και άλλες 419 λέξεις από το βιβλίο
Ο γιατρός πέρασε και με είδε. Ύστερα έστειλε ένα στρατιώτη και με πήγε στο
ιατρείο του. Το χρησιμοποιούσε και για κατοικία.
Μου δείχνει να καθίσω.
- Είσαι πολύ νέος, μου λέει. Τι δουλειά έκανες;
- Πήγαινα σχολείο.
- Ε, και πως σε πιασαν;
- Έτσι.
Ο γιατρός σωπαίνει – σίγουρα δε βρίσκει τη γαλλική λέξη να αρχίσει τη νέα κουβέντα.
- Δεν ξέρεις τούρκικα; με ρωτά αργότερα.
- Όχι ό,τι μαθαίνω τώρα.
Πάλι σωπαίνει. Ύστερα λέει πως πρέπει, έτσι αδύνατος, να μη δουλέψω κάμποσες μέρες. Μα πως να γίνει; Σκέφτεται να βρει, τέλος το βρίσκει:
- Θα πω πως θα ‘χεις δουλειά σε μένα. Να μεταφράζεις φραντσέζικες οδηγίες.
Έτσι έγινε. Πήγαινα το πρωί στο ιατρείο και γύριζα το βράδυ στο κουβούσι μας. Ο γιατρός μου έδωσε ένα παντελόνι και ένα ζευγάρι αρβύλες. Κάθε βράδυ με γεμίζε ψωμιά.
- Για τους συντρόφους σου.
Είχε κάτι οδηγίες φραντσέζικες για φάρμακα. Δεν του ήταν εύκολο να τις εξηγήσει. Μήτε με το λεξικό. Γιατί τα ‘χανε στους χρόνους, δεν ήξερε να βρει το απαρέμφατο. Λοιπόν τον βοηθούσα σ’ αυτό. Έβρισκα τη γαλλική λέξη στο γαλλοτουρκικό λεξικό και του έδινα να διαβάσει την αντίστοιχη τουρκική. Έτσι δουλεύαμε ώρες.
Ήταν πολύ νέο παιδί, μόλις είχε βγει απ’ το Πανεπιστήμιο, με θερμα ανατολίτικα μάτια. Ανθυπίατρος.
Μια μέρα μεταφράζαμε μια οδηγία. “Pous les jeunes meres”.
Έψαχνα για τη λέξη. Τη βρίσκω και του δίνω το λεξικό. Τα χέρια μου μένουν έτσι με το βιβλίο. Δεν το παίρνει.
Γυρίζω και τον κοιτάζω. Μ’ έβλεπε κατάματα.
- Ηλιά... (πάντα με φώναζε έτσι, τονίζοντας το ά.) Έχεις μητέρα;
- Ναι ,του λέω. Έχω.
- Γλίτωσε;
- Ναι γλίτωσε.
Έμεινε σιωπηλός. Έκανε κάτι να πει, μα σταματήσαμε. Συνεχίσαμε τη μετάφραση. Ως το βράδυ ήταν κατσουφιασμένος.
Αναρωτιόμουν: τι έπαθε;
Το άλλο πρωί ο γιατρός έφυγε στον Κιρκαγάτς. Θα γύριζε το βράδυ. Έμεινα με τον υπηρέτη του, τον Ισμαήλ, και τον βοήθησα να μαγειρέψει.
Σαν τελειώσαμε τις δουλειές μας καθίσαμε.
Ο Ισμαήλ ήταν ένα αγαθό ζο απ’ το Ντιάρμπεκιρ. Μ’ έβλεπε να κουλαντρίζω με τον αφέντη του κάτι βιβλία «σου καντάρ», τα λεξικά, να του μιλώ φραντσέζικα και ο θαυμασμός του ήταν τόσο απεριόριστος που φούσκωνε στα μάτια του. Δεν ξέρω για τι είδους ον με περνούσε.
Τσάτρα πάτρα κουβεντιάζαμε.
- Από πού είναι ο Κιαμήλ – μπέης; τον ρωτάω για το γιατρό.
- Απ’ την Προύσα, μου λέει.
- Εκεί είναι η φαμίλια του;
- Ναι. δηλαδή ο πατέρας του. Τη μάνα του... Αυτήν τη σκότωσαν οι δικοί σας.
Ο Ισμαήλ λέει κι άλλα πολλά. Δεν τον ακούγω. Ναι, είναι γιατί δεν τα πολυκαταλαβαίνω.
Μου δείχνει να καθίσω.
- Είσαι πολύ νέος, μου λέει. Τι δουλειά έκανες;
- Πήγαινα σχολείο.
- Ε, και πως σε πιασαν;
- Έτσι.
Ο γιατρός σωπαίνει – σίγουρα δε βρίσκει τη γαλλική λέξη να αρχίσει τη νέα κουβέντα.
- Δεν ξέρεις τούρκικα; με ρωτά αργότερα.
- Όχι ό,τι μαθαίνω τώρα.
Πάλι σωπαίνει. Ύστερα λέει πως πρέπει, έτσι αδύνατος, να μη δουλέψω κάμποσες μέρες. Μα πως να γίνει; Σκέφτεται να βρει, τέλος το βρίσκει:
- Θα πω πως θα ‘χεις δουλειά σε μένα. Να μεταφράζεις φραντσέζικες οδηγίες.
Έτσι έγινε. Πήγαινα το πρωί στο ιατρείο και γύριζα το βράδυ στο κουβούσι μας. Ο γιατρός μου έδωσε ένα παντελόνι και ένα ζευγάρι αρβύλες. Κάθε βράδυ με γεμίζε ψωμιά.
- Για τους συντρόφους σου.
Είχε κάτι οδηγίες φραντσέζικες για φάρμακα. Δεν του ήταν εύκολο να τις εξηγήσει. Μήτε με το λεξικό. Γιατί τα ‘χανε στους χρόνους, δεν ήξερε να βρει το απαρέμφατο. Λοιπόν τον βοηθούσα σ’ αυτό. Έβρισκα τη γαλλική λέξη στο γαλλοτουρκικό λεξικό και του έδινα να διαβάσει την αντίστοιχη τουρκική. Έτσι δουλεύαμε ώρες.
Ήταν πολύ νέο παιδί, μόλις είχε βγει απ’ το Πανεπιστήμιο, με θερμα ανατολίτικα μάτια. Ανθυπίατρος.
Μια μέρα μεταφράζαμε μια οδηγία. “Pous les jeunes meres”.
Έψαχνα για τη λέξη. Τη βρίσκω και του δίνω το λεξικό. Τα χέρια μου μένουν έτσι με το βιβλίο. Δεν το παίρνει.
Γυρίζω και τον κοιτάζω. Μ’ έβλεπε κατάματα.
- Ηλιά... (πάντα με φώναζε έτσι, τονίζοντας το ά.) Έχεις μητέρα;
- Ναι ,του λέω. Έχω.
- Γλίτωσε;
- Ναι γλίτωσε.
Έμεινε σιωπηλός. Έκανε κάτι να πει, μα σταματήσαμε. Συνεχίσαμε τη μετάφραση. Ως το βράδυ ήταν κατσουφιασμένος.
Αναρωτιόμουν: τι έπαθε;
Το άλλο πρωί ο γιατρός έφυγε στον Κιρκαγάτς. Θα γύριζε το βράδυ. Έμεινα με τον υπηρέτη του, τον Ισμαήλ, και τον βοήθησα να μαγειρέψει.
Σαν τελειώσαμε τις δουλειές μας καθίσαμε.
Ο Ισμαήλ ήταν ένα αγαθό ζο απ’ το Ντιάρμπεκιρ. Μ’ έβλεπε να κουλαντρίζω με τον αφέντη του κάτι βιβλία «σου καντάρ», τα λεξικά, να του μιλώ φραντσέζικα και ο θαυμασμός του ήταν τόσο απεριόριστος που φούσκωνε στα μάτια του. Δεν ξέρω για τι είδους ον με περνούσε.
Τσάτρα πάτρα κουβεντιάζαμε.
- Από πού είναι ο Κιαμήλ – μπέης; τον ρωτάω για το γιατρό.
- Απ’ την Προύσα, μου λέει.
- Εκεί είναι η φαμίλια του;
- Ναι. δηλαδή ο πατέρας του. Τη μάνα του... Αυτήν τη σκότωσαν οι δικοί σας.
Ο Ισμαήλ λέει κι άλλα πολλά. Δεν τον ακούγω. Ναι, είναι γιατί δεν τα πολυκαταλαβαίνω.