|
Βασίλης Συμεωνίδης
τεχνική υποστήριξη Σταυρούλα Φώλια |
[φτιάχνοντας πορτρέτο] Πωλ Γκωγκέν, Νοά νοά, ταξίδι στις νότιες θάλασσες, Στοχαστής 1992
Της ζήτησα να της κάνω το πορτραίτο της. «Αΐτα» (όχι) είπε μ' ένα σχεδόν οργισμένο ύφος κι έφυγε. Αυτή η άρνηση με στεναχώρησε πολύ. Μια ώρα αργότερα ξαναήρθε φορώντας ένα όμορφο φόρεμα. Καπρίτσιο, επιθυμία του απαγορευμένου φρούτου. Ένιωθε καλά, ήταν στολισμένη κι εγώ εργαζόμουν βιαστικά. Αμφέβαλλα αν η προθυμία της θα διαρκούσε για πολύ. Πορτραίτο γυναίκας: Βαχίνε νο τε τιαρέ (Η γυναίκα με το λουλούδι, ο πίνακας αυτός ανάγεται στο 1891) Ενώ εκείνη εξέταζε με μεγάλο ενδιαφέρον μερικούς θρησκευτικούς πίνακες Ιταλών πριμιτίφ, προσπαθούσα να ιχνογραφήσω μερικά από τα χαρακτηριστικά της και ιδίως το τόσο αινιγματικό χαμόγελο της. Έκανε έναν άσχημο μορφασμό. Βγήκε και ύστερα ξαναμπήκε. Επρόκειτο για μια εσωτερική διαπάλη, για ένα καπρίτσιο (χαρακτηριστικό πολύ διαδεδομένο στους Μαορί) η εκδήλωση ενός φιλάρεσκου πλάσματος που δε θέλει να υποκύψει αν δεν αντισταθεί προηγουμένως; Είχα συνείδηση του ότι στον τρόπο που την κοίταζα σαν ζωγράφος υπήρχε μια υπονοούμενη απαίτηση να μου παραδοθεί ολοκληρωτικά σε μια οξυδερκή παρατήρηση του εσωτερικού της κόσμου. Δεν ήταν ωραία σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Κι όμως ήταν όμορφη, τα χαρακτηριστικά της είχαν μια αρμονία που σου θύμιζε τα έργα του Ραφαήλ με το σμίξιμο των καμπύλων. Το στόμα της καμωμένο λες από ένα γλύπτη φαινόταν να μιλάει όλες τις ανθρώπινες γλώσσες και τη γλώσσα του φιλιού, της χαράς και του πόνου, αυτή τη μελωδία της ανάκατης μ' ευχαρίστηση θλίψης, της παθητικότητας που βρίσκεται μέσα στην κυριαρχία. Το άγνωστο που προκαλούσε φόβο. Εργαζόμουν γρήγορα, παθιασμένα. Ήταν ένα πορτραίτο φτιαγμένο σύμφωνα μ' αυτά που έβλεπαν τα μάτια μου μέσα από το φίλτρο της καρδιάς μου. Πιστεύω πως έμοιαζε περισσότερο με το εσωτερικό: αυτή τη ρωμαλέα φλόγα μιας συγκρατημένης δύναμης. Είχε ένα λουλούδι στο αυτί της που αφουγκραζόταν το άρωμα του. Και το μέτωπο της, μέσα στη μεγαλοπρέπεια του, θύμιζε με τις εξεζητημένες γραμμές του τη φράση του Πόε: «Δεν υπάρχει εξαιρετική ομορφιά χωρίς κάτι παράδοξο στις διαστάσεις». Δούλεψα για λίγο καιρό. Μόνος. Έβλεπα τις νέες γυναίκες με το γαλήνιο βλέμμα και μάντευα πως ήθελαν να τις αρπάξεις χωρίς λέξη, μια κτηνώδης αρπαγή. Επιθυμούσαν κατά κάποιο τρόπο να βιαστούν. Αναφερόμενος σε μια απ' αυτές, οι γέροι μου έλεγαν: «Μάου τέρα» (Πάρε αυτήν). Η δειλία μου δε μου επέτρεπε να κάνω κάτι τέτοιο. Μήνυσα στην Τίτι ότι ήθελα να έρθει. Ήρθε. Ήταν όμως ήδη μολυσμένη απ' τον πολιτισμό κι είχε συνηθίσει στις πολυτέλειες που της πρόσφερε η ζωή μ' ένα δημόσιο υπάλληλο. Δεν ταιριάξαμε κι ύστερα από λίγο χωρίσαμε. σ. 35-36
|
|