|
Βασίλης Συμεωνίδης
τεχνική υποστήριξη Σταυρούλα Φώλια |
Wassily Kandinsky, Για το πνευματικό στην τέχνη, Νεφέλη, 1981
Κάθε έργο τέχνης είναι παιδί τής εποχής του, συχνά είναι μητέρα των αισθημάτων μας. Δημιουργεί έτσι κάθε πολιτισμική περίοδος μια δική της τέχνη, που δεν μπορεί να επαναληφθεί πια. Μια τάση αναβίωσης παρωχημένων αξιωμάτων της τέχνης μπορεί το πολύ-πολύ να έχει σαν αποτέλεσμα έργα τέχνης, που να μοιάζουν με ένα παιδί που γεννήθηκε νεκρό. Μας είναι π.χ. αδύνατο να έχουμε όμοιες αισθήσεις και εσωτερικά βιώματα με τους αρχαίους Έλληνες. Μπορούν έτσι και οι επίπονες προσπάθειες χρησιμοποίησης στις εικαστικές τέχνες π.χ. ελληνικών αξιωμάτων να δημιουργήσουν όμοιες μόνο με τις ελληνικές μορφές, ενώ το έργο μένει άψυχο για όλες τις εποχές. Μια τέτοιου είδους μίμηση μοιάζει με τις μιμήσεις των πιθήκων. σ. 35
Η εναρμόνιση του παντός πάνω στον μουσαμά είναι ο δρόμος, που οδηγεί στο έργο τέχνης. Με ψυχρά μάτια κι αδιάφορο αίσθημα παρατηρεί κανείς το έργο αυτό. Οι ειδήμονες θαυμάζουν το «καλλιτέχνημα» (όπως θαυμάζει κανείς ένα σχοινοβάτη), απολαμβάνουν την «ζωγραφική» (όπως απολαμβάνει κανείς μια κρεατόπιτα). Οι πεινασμένες ψυχές φεύγουν πεινασμένες. Περιφέρεται το μεγάλο πλήθος μέσα στις αίθουσες και βρίσκει τους μουσαμάδες «χαριτωμένους» και «μεγαλείο». Ένας άνθρωπος, που θα μπορούσε να πει κάτι, δεν είπε στον άνθρωπο το παραμικρό, κι εκείνος, που θα μπορούσε να ακούσει, δεν άκουσε το παραμικρό. Η κατάσταση αυτή τής τέχνης λέγεται l’ art pour l’ art. Η εξόντωση αυτή των εσωτερικών ήχων, που είναι για τα χρώματα ζωή, η διάχυση αυτή των δυνάμεων του καλλιτέχνη στο κενό είναι «η τέχνη για την τέχνη». σ. 39
Όταν κλυδωνίζονται η θρησκεία, η επιστήμη και η ηθική (η τελευταία από το δυνατό χέρι του Νίτσε), και όταν διαγράφεται η απειλή κατάρρευσης των ακρότατων ερεισμάτων, αποστρέφει ο άνθρωπος το βλέμμα του από την εξωτερικότητα και στρέφεται στον ίδιο του τον εαυτό. Η λογοτεχνία, η μουσική και η τέχνη είναι οι πρώτοι ευαίσθητοι χώροι, όπου γίνεται η πνευματική αυτή καμπή αισθητή με πραγματική μορφή. Αντικαθρεφτίζουν οι χώροι αυτοί αμέσως τη σκοτεινή εικόνα του παρόντος, εικάζουν το μεγάλο, το οποίο γίνεται αρχικά αντιληπτό σαν ένα μικρό σημαδάκι από λίγους μόνον και είναι για το μεγάλο πλήθος ανύπαρκτο. σ. 57
Τα συνηθισμένα μόνον αντικείμενα επενεργούν σε έναν μέσης αισθαντικότητας άνθρωπο τελείως επιφανειακά. Εκείνα όμως, τα όποια τίθενται για πρώτη φορά απέναντι μας, ασκούν αμέσως επάνω μας μια ψυχική εντύπωση. Έτσι αισθάνεται τον κόσμο το παιδί, για το όποιο κάθε αντικείμενο είναι καινούργιο. σ. 74
Δεν είναι όμως διόλου δυνατή η επίτευξη τέτοιων εξηγήσεων. Γιατί όσον άφορα την γεύση του χρώματος, είναι γνωστά διάφορα παραδείγματα, όπου η εξήγηση αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Διηγείται ένας γιατρός από τη Δρέσδη για κάποιον από τους ασθενείς του, τον οποίο χαρακτηρίζει σαν ένα «πνευματικά ασυνήθιστα εξέχον» άτομο, πως γευόταν μια ορισμένη σάλτσα πάντοτε και αλάνθαστα «μπλε», την αισθανόταν δηλαδή όπως το μπλε χρώμα. Θα μπορούσε ίσως κανείς να παραδεχθεί μια παρόμοια, αλλά διαφορετική βέβαια εξήγηση, πως ακριβώς σε πολύ καλλιεργημένα άτομα οι δρόμοι προς την ψυχή είναι τόσο άμεσοι και μπορούν να επιτευχθούν οι εντυπώσεις αυτών των ίδιων τόσο γρήγορα, ώστε να φθάνει μία επενέργεια, η οποία περνάει διαμέσου της γεύσης, αμέσως στην ψυχή και να επιτρέπει την συνήχηση των αντίστοιχων δρόμων από την ψυχή στα άλλα υλικά όργανα (στην περίπτωση μας — μάτι). Θα επρόκειτο για μιας κάποιας μορφής ηχώ ή αντήχηση, όπως συμβαίνει με μουσικά όργανα, όταν, δίχως να εγγισθούν αυτά τα ίδια, συνηχούν μαζί με κάποιο άλλο όργανο, το όποιο εγγίζεται άμεσα. Τέτοια υπερ-αισθαντικά άτομα είναι σαν καλά, πολυπαιγμένα βιολιά, που δονούνται σε κάθε επαφή με το δοξάρι σε όλα τα μέρη και τις ίνες. Με την παραδοχή αυτής της εξήγησης δεν πρέπει βέβαια να θεωρείται η δράση συναρτημένη μόνον με την γεύση, αλλά και με όλες τις άλλες αισθήσεις. Και έτσι συμβαίνει όντως. Μπορούν μερικά χρώματα να είναι σκληρά, να χτυπούν στο μάτι, ενώ απεναντίας άλλα γίνονται αισθητά σαν κάτι λείο, βελούδινο στην υφή, έτσι που θα τα χάιδευε κανείς με ευχαρίστηση (μπλε ουλτραμαρίν σκούρο, πράσινο του οξειδίου του χρωμίου, λάκα του κόκκινου του ριζαριού-krapplack). Και αυτή η ίδια η διαφορά ανάμεσα στο ψυχρό και στο θερμό του τόνου των χρωμάτων βασίζεται πάνω σ’ αυτήν την αίσθηση. Υπάρχουν παρόμοια χρώματα απαλά στην εμφάνιση (λάκα του κόκκινου του ριζαριού) ή άλλα που εμφανίζονται μόνιμα σκληρά (πράσινο του κοβαλτίου, οξείδιο του πράσινου-μπλε), έτσι ώστε είναι δυνατόν να εκληφθεί το φρέσκο βγαλμένο από το σωληνάριο χρώμα σαν ξερό. σ. 76-77
Δεν υπάρχει από την άλλη μεριά στην τέχνη καμιά εντελώς υλική φόρμα. Δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί με ακρίβεια μια υλική φόρμα: Καλά ή άσχημα υπόκειται ο καλλιτέχνης στο μάτι του, στο χέρι του, τα όποια είναι στην περίπτωση αυτή πιο καλλιτεχνικά από την ψυχή του, που δεν θέλει να προχωρήσει πέρα από φωτογραφικούς σκοπούς. Αλλά ο συνειδητός καλλιτέχνης, ο οποίος δεν μπορεί να αρκεστεί στη μίμηση του υλικού αντικειμένου, επιδιώκει απαραίτητα να του δώσει μία έκφραση, πράγμα που καλούνταν προηγουμένως εξιδανίκευση, αργότερα στυλιζάρισμα και αύριο ποιος ξέρει πώς αλλιώς. σ. 85
Και το χρώμα που προσφέρει από μόνο του ένα υλικό για μια αντίστιξη, που κρύβει αυτό το ίδιο μέσα του άπειρες δυνατότητες, θα οδηγήσει σε συνένωση με το σχέδιο στην μεγάλη ζωγραφική αντίστιξη, με την οποία θα προσεγγίσει και η ζωγραφική τη σύνθεση και θα τεθεί σαν πραγματικά καθαρή τέχνη στην υπηρεσία του θεϊκού. Και ο ίδιος πάντοτε αλάνθαστος οδηγός την φέρνει σ’ αυτό το ιλιγγιώδες ύψος: το αξίωμα της εσωτερικής αναγκαιότητας. σ. 93
Συζητούνταν και συζητούνται και σήμερα ακόμα πολλά για το προσωπικό στοιχείο στην τέχνη, ακούγεται εδώ κι εκεί μια λέξη και θα ακούγεται τώρα όλο και πιο συχνά για το επερχόμενο στυλ. Όσο κι αν είναι τα προβλήματα αυτά μεγάλης σπουδαιότητας, με το πέρασμα των αιώνων και των χιλιετηρίδων, χάνουν βαθμιαία σε οξύτητα και σπουδαιότητα και καταλήγουν αδιάφορα και νεκρά.
σ. 94 Αντιλαμβανόμαστε έτσι, πως θα βρίσκεται στη βάση καθενός μικρού και στη βάση του μεγαλύτερου προβλήματος στη ζωγραφική το εσωτερικό, στοιχείο. Ο δρόμος, στον οποίο βρισκόμαστε σήμερα ήδη, και που αποτελεί την καλύτερη τύχη της εποχής μας, είναι ο δρόμος, πάνω στον οποίο θα απαλλαγούμε από το εξωτερικό στοιχείο, για να θέσουμε αντί αυτής της κύριας βάσης μια αντίθετη της: Την κύρια βάση της εσωτερικής αναγκαιότητας. Όπως όμως δυναμώνει και αναπτύσσεται το σώμα με ασκήσεις, έτσι και το πνεύμα. Όπως γίνεται το παραμελημένο σώμα αδύναμο και τελικά ανίκανο, έτσι και το πνεύμα. Η έμφυτη στον καλλιτέχνη αίσθηση είναι ακριβώς το ευαγγελικό ταλέντο, το οποίο δεν επιτρέπεται να ταφεί. Ο καλλιτέχνης που δεν επωφελείται των χαρισμάτων του, είναι ένας οκνηρός δούλος. σ. 99
Το κίτρινο είναι το τυπικά γήινο χρώμα. Δεν μπορεί κανείς να βαθύνει πολύ το κίτρινο. Με ψύχρανση μέσω του μπλε παίρνει, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έναν αρρωστημένο τόνο. Παραβαλλόμενο με την κατάσταση του θυμικού του ανθρώπου θα μπορούσε αυτό να επενεργήσει σαν έγχρωμη παράσταση της παράνοιας, όχι όμως της μελαγχολίας, της υποχονδρίας, αλλά μιας μανιακής προσβολής, της τυφλής τρέλας, της φρενίτιδας.
Επιτίθεται ο ασθενής στους ανθρώπους, ισοπεδώνει τα πάντα και εκσφενδονίζει τις φυσικές του δυνάμεις προς όλες τις κατευθύνσεις, τις καταναλίσκει δίχως σκοπό και όρια, μέχρι να τις ξοδέψει εντελώς. Είναι ακόμα όπως η τρελή σπατάλη των τελευταίων δυνάμεων του καλοκαιριού στη ζωηρή φυλλωσιά του φθινοπώρου, από την οποία αφαιρείται το κατευναστικό μπλε και ανεβαίνει στον ουρανό. Προκύπτουν χρώματα μιας τρελής δύναμης, από την οποία λείπει εντελώς το χάρισμα της εμβάθυνσης. Βρίσκουμε αυτή την εμβάθυνση θεωρητικά πρώτα στο μπλε και όμοια ακριβώς στις φυσικές του κινήσεις. 1. μακριά από τον άνθρωπο και 2. προς το ίδιο του το κέντρο. Και όμοια, όταν αφήνει κανείς το μπλε (σε κάθε επιθυμητή γεωμετρική φόρμα) να επενεργήσει στο θυμικό. Η τάση του μπλε για εμβάθυνση είναι τόσο μεγάλη, που γίνεται σε βαθύτερες ακριβώς αποχρώσεις πιο έντονη και έχει μια πιο χαρακτηριστική εσωτερική επενέργεια. Όσο βαθύτερο γίνεται το μπλε τόσο περισσότερο καλεί τον άνθρωπο στο άπειρο, εγείρει εντός του τη νοσταλγία για το καθαρό και τελικά για το υπεράνω των αισθήσεων. Είναι το χρώμα του ουρανού, έτσι όπως τον φανταζόμαστε με τον ήχο της λέξης ουρανός. Το μπλε είναι το τυπικά ουράνιο χρώμα. Αναπτύσσει σε βάθος το στοιχείο της ηρεμίας. Βυθιζόμενο στο μαύρο, προσλαμβάνει την παρήχηση μιας μη ανθρώπινης θλίψης. Αυτό γίνεται μια απέραντη εμβάθυνση στις σοβαρές καταστάσεις, όπου δεν υπάρχει τέλος και δεν μπορεί να υπάρξει κανένα.
Μεταβαίνοντας στο ανοικτό, για το οποίο το μπλε είναι ελάχιστα κατάλληλο, παίρνει πιο αδιάφορο χαρακτήρα και παρουσιάζεται στον άνθρωπο απόμακρο και αδιάφορο, όπως ο μεγάλος γαλάζιος ουρανός. Όσο ανοιχτότερο λοιπόν, τόσο πιο άτονο, έως ότου περνά στη σιωπηλή ηρεμία — γίνεται άσπρο. Μουσικά αναπαριστάμενο το ανοικτό μπλε είναι όμοιο με έναν αυλό, το σκούρο με ένα τσέλο, προχωρώντας ολοένα βαθύτερα με τους εξαίσιους ήχους ενός κοντραμπάσου· σε βαθύτερη, πιο πανηγυρική μορφή μπορεί ο ήχος του μπλε να παραβληθεί με εκείνον ενός μπάσου αρμόνιου.
σ. 104-106
Το κόκκινο, όπως το φαντάζεται κανείς, σαν ένα δίχως όρια, χαρακτηριστικά ζεστό χρώμα, επενεργεί εσωτερικά σαν ένα πολύ ζωντανό, ζωηρό, ανήσυχο χρώμα, που δεν κατέχει όμως τον επιπόλαιο χαρακτήρα του καταναλισκόμενου προς όλες τις κατευθύνσεις κίτρινου, αλλά παρ’ όλη την ενεργητικότητα και ένταση μαρτυρεί μια έντονη νότα σχεδόν ενσυνείδητης τεράστιας δύναμης. Υπάρχει σ’ αυτόν τον κοχλασμό και το πυράκτωμα, εντός του κύρια και πολύ λίγο προς τα έξω, μια, για να το πω έτσι, ανδρική ωριμότητα.
σ. 112
Το ζεστό κόκκινο, εντεινόμενο με συγγενικό κίτρινο, σχηματίζει το πορτοκαλί. Οδηγείται με την πρόσμιξη αυτή η εσωστρεφής κίνηση του κόκκινου στην εκκίνηση της ακτινοβολίας, της διάλυσης στο περιβάλλον. Διατηρεί όμως το κόκκινο, που παίζει ένα σπουδαίο ρόλο στο πορτοκαλί, την συνήχηση σ’ αυτό το χρώμα του σοβαρού. Μοιάζει με έναν πεπεισμένο για τις δυνάμεις του άνθρωπο και προκαλεί γι’ αυτό το λόγο μία ιδιαίτερη υγιή αίσθηση.
Ηχεί σαν μια μεσαία καμπάνα εκκλησίας, που καλεί για προσευχή, ή σαν μια δυνατή γέρικια φωνή, σαν ένα παλιό βιολί που τραγουδάει σε λάργκο. Όπως προκύπτει το πορτοκαλί με την προσέγγιση του κόκκινου στον άνθρωπο, έτσι προκύπτει με την απόσυρση του κόκκινου από το μπλε το βιολί, που έχει την τάση να απομακρύνεται από τον άνθρωπο. Το κόκκινο όμως αυτό που βρίσκεται στη βάση πρέπει να είναι ψυχρό, επειδή δεν επιδέχεται ανάμιξη το ζεστό του κόκκινου με το ψυχρό του μπλε (με καμιά μέθοδο) πράγμα το όποιο βρίσκει αντιστοιχία και στον χώρο του πνευματικού.
Είναι επομένως το βιολέ ένα κόκκινο που έχει ψυχρανθεί με τη φυσική και ψυχική έννοια του όρου. Έχει γι’ αυτό το λόγο κάτι αρρωστημένο, σβησμένο (σκουριά του κάρβουνου!), κάτι θλιμμένο εντός του. Δεν θεωρείται το χρώμα αυτό τυχαία σαν κατάλληλο για ενδύματα ηλικιωμένων γυναικών. Το χρησιμοποιούν οι Κινέζοι άμεσα σαν χρώμα των ενδυμάτων πένθους. Είναι στον ήχο παρόμοιο με το αγγλικό κόρνο, τη φλογέρα, και στο βάθος με τους βαθείς ήχους των ξύλινων πνευστών (π.χ. φαγκότο). Και τα δύο τελευταία χρώματα, που προκύπτουν από μια άθροιση κόκκινου με κίτρινο ή μπλε, έχουν μια πολύ λίγο σταθερή ισορροπία. Παρατηρεί κανείς στην ανάμιξη των χρωμάτων την τάση τους, να χάνουν την ισορροπία. Υπάρχει τότε η αίσθηση ενός σχοινοβάτη ο όποιος πρέπει να προσέχει και να ζυγίζεται συνεχώς και προς τις δύο μεριές. Πού αρχίζει το πορτοκαλί και σταματά το κίτρινο, το κόκκινο; Πού είναι το όριο του βιολέ, που το διαχωρίζει αυστηρά από το κόκκινο ή το μπλέ; σ. 115-116
|
|