Βασίλης
Συμεωνίδης
τεχνική υποστήριξη
Σταυρούλα Φώλια
| |
|
|
|
|
Albatros
Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουν τους άλμπατρους - πουλία της θάλασσας τρανά -
που ράθυμα, σα σύντροφοι του ταξιδιου, ακλουθάνε
το πλοίο που μες τα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά.
Μα μόλις σκλαβωμένα εκεί στην κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ' ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πιά,
τ' άσπρα μεγάλα τους φτερά τ' αφήνουνε να πέσουν,
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνουνται κουπιά.
Αυτοί που 'ναι τόσο όμορφοι, τα σύγνεφα όταν σκίζουν,
πώς είναι τώρα κωμικοί κι άσκημοι και δειλοί!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι, για να τους μιμηθούν, πηδάνε σαν κουτσοί.
Μ' αυτούς τους νεφοπρίγκηπες κι ο Ποιητής πως μοιάζει!
δε σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελες αψηφά ·
μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ' τα γιγάντιά του φτερά σαν περπατά.
μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης
ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ
Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.
Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.
Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.
Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.
μτφρ. Αλέξανδρος Μπάρας
(1906-1990)
|
|
|
L'Albatros
Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.
A peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.
Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!
Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.
|
|
|
Semper Eadem
"Πούθε η αλλώτικη, έλεγες, η θλίψη αυτή σε πιάνει,
που λούζει σαν τη θάλασσα το βράχο το γυμνό;"
— Αμα η καρδιά μας μια φορά το τρύγημά της κάνει,
και ζει κανείς ειν' άσκημο! το ξέρουν όλοι αυτό·
είν' ένας πόνος ξάστερος, δεν είναι κρύφιος! έλα!
σαν τη δική σου τη χαρά, φαίνεται στη στιγμη.
Πάψε λοιπόν να με ρωτάς, περίεργη κοπέλα,
κι αν κ' η φωνή σου είναι γλυκιά, σώπαινε, ωραία μου εσυ.
Σώπαινε, ανίδεη ψυχή, μ' όλα ξετρελαμένη!
στόμα με γέλιο παιδικό! Οι άνθρωποι είναι δεμένοι
πιότερο με το Θάνατο παρά με τη Ζωή.
Ας την καρδιά μου, άστηνα στο ψέμα να μεθύσει!
στου ωραίου ματιού σου τ' όνειρο τ' ωραίο ν' αρμενίσει,
και στων βλεφάρων σου τη σκιά πολύ να κοιμηθεί!
μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης |
|
|
|
Κάρολος Μποντλέρ |
|