ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

   

φιλολογικά

   

διάλειμμα

   

ταυτότητα

   

επικοινωνία

   

σύνδεσμοι

   

stava

 

Βασίλης Συμεωνίδης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

[Μποντλερ] [Ρεμπω] [Λοτρεαμον] [Καφκα] [Ποε] [Καρυωτακης] [Λαπαθιωτης] [Σουίφτ] [Πεσσόα]

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 

το τέλος από το διήγημα «το οβάλ πορτρέτο»
(από τις εκδόσεις Ερευνητές, ο χρυσός σκαραβαίος και άλλες ιστορίες τρόμου,1999)


………………………………………………………………………………………
'Ήταν μια κόρη σπάνιας ομορφιάς, πρόσχαρη όσο κι ευγενική. Κακή η ώρα που είδε, αγάπησε και παντρεύτηκε το ζωγράφο. Αυτός, με το πάθος της δουλειάς του, αφοσιωμένος σ' αυτή, σοβαρός, έχοντας κιόλα για σύζυγο την Τέχνη του' εκείνη, μια κόρη σπάνιας ομορφιάς, πρόσχαρη όσο κι ευγενική, όλη φως, χαμόγελα και παιχνιδίσματα σαν νεαρή ελαφίνα' αγαπούσε και πονούσε τα πάντα' μισούσε μονάχα την Τέχνη, που ήταν η αντίζηλή της' φοβόταν μονάχα την παλέτα και τα πινέλα και όλα τα μισητά σύνεργα, που της στερούσαν τον αγαπημένο της. Κω ήταν κάτι τρομερό γι' αυτή σαν άκουσε το ζωγράφο να εκφράζει την επιθυμία να ζωγραφίσει το πορτρέτο της νεαρής γυναίκας του. Αλλά ήτανε ταπεινή κι υπάκουη Και πόζαρε αδιαμαρτύρητα για πολλές βδομάδες μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, σ' ένα πυργάκι, όπου το φως έπεφτε μόνο από ψηλά πάνω στον κίτρινο μουσαμά. Εκείνος όμως, ο ζωγράφος, περηφανευόταν για το έργο του, που προχωρούσε ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα. Και ήταν ένας άνθρωπος με το πάθος της δουλειάς του, μοναχικός, σκυθρωπός, χαμένος σε ονεροπαρσιές. Κι έτσι δεν έβλεπε πως το φως, που έπεφτε τόσο χλομό σ' αυτό το απόμερο πυργάκι, μάρανε την υγεία Και τη χαρά της νεαρής γυναίκας του, που όλοι έβλεπαν πως φθίνει εκτός από τον ίδιο. Ωστόσο εκείνη εξακολουθούσε, όλο εξακολουθούσε να χαμογελά, δίχως παράπονο, γιατί έβλεπε πως ο ζωγράφος (που ήταν διάσημος Και φημισμένος) αγαπούσε τη δουλειά του με ζωή και με ψυχή κι εργαζόταν μέρα νύχτα για να τη ζωγραφίσει, αυτή, που τον αγαπούσε τόσο πολύ Και όμως καθημερινά γινόταν μελαγχολική και αδύναμη. Κι αλήθεια, μερικοί που είδαν το πορτρέτο, μιλούσαν με σιγανή φωνή και λέγανε πως ήταν σωστό θαύμα και μια απόδειξη όχι μονάχα της δύναμης του ζωγράφου αλλά και της βαθιάς αγάπης του γι' αυτή, που τη ζωγράφιζε με μια τέχνη τόσο εκπληκτική. Αλλά με τον καιρό, καθώς πλησίαζε να τελειώσει το πορτρέτο, σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να μπει στο πυργάκι' γιατί ο ζωγράφος είχε αφοσιωθεί με μανία στη δουλειά του και σπάνια σήκωνε τα μάτια του από το μουσαμά. ακόμα και για να κοιτάξει το πρόσωπο της γυναίκας του. Και δεν έβλεπε πως τα χρώματα, που άπλωνε πάνω στο μουσαμά, τ' αντλούσε από την όψη εκείνης που καθόταν κοντά του. Και όταν πια πέρασαν πολλές βδομάδες και δεν απόμενε να μπει παρά μονάχα μια πινελιά στο στόμα και μια απόχρωση στα μάτια, ξαναζωήρεψε η κοπέλα, όπως η φλόγα ζωηρεύει στο φυτίλι της λάμπας. Και τότε μπήκε η πινελιά και τότε απλώθηκε η απόχρωση' και, για μια στιγμή, ο ζωγράφος στάθηκε εκστατικός μπροστά στο έργο που είχε κατεργαστεί' κι αμέσως, όσο ακόμα κοίταζε, τον έπιασε τρεμούλα κι έγινε κατάχλομος, τα μάτια του γούρλωσαν, φώναξε με δυνατή φωνή: "Πραγματικά, είναι ατόφια η Ζωή!" - και γύρισε απότομα, για να κοιτάξει την αγαπημένη του. Ήταν πεθαμένη».

 

 
         
         

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 05 Φεβρουαρίου 2012.